Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Η Ανθούλα ήτο άφοβο κορίτσι, δεν εφοβείτο να την κεντρίση, αλλ' επί τέλους την ενοχλούσε. — Τι θέλει αυτή η μέλισσα; ερωτά την Νεράιδα. — Δεν εννοείς την γλώσσαν της, της απαντά εκείνη· σου λέγει ότι η διδασκάλισσά σου σε προσμένει και εξεκρέμασε την καινούργια σάκκα της Ανθούλας από την φουντωτήν κερασιά, όπου την είχε κρύψει.
Τόσον οπού μίαν νύκτα ο γέρων οργισθείς πλέον αφορήτως — είχε του θυμού το πάθος ο γέρων βαρύτατον — βλέπων τον υιόν του να χάνεται και την σκούναν του, την μαύρην με το άσπρο μπούρδο, να μουσκλιάζη εις το λιμάνι, ως παληο-κουρίτα, σηπομένη εν τω τέλματι, εξεκρέμασε το γιαταγάνι του, με μίαν χρυσωμένην λαβήν και με κόκκιναις φούνταις, οπού ήτο κρεμασμένον από πάνω από το κρεββάτι του, γιαταγάνι της επαναστάσεως, κλέφτικο γιαταγάνι, να το κόψη το παιδί του, θυσίαν εις την πατρικήν του απαίτησιν ωσάν ρωμαίος.
Ο μεγαλείτερος την ηλικίαν, όστις ήτο και ο &ερμηνευτής& της κλάσεως, μεταβάς προς τον τοίχον εξεκρέμασε τον &χάρτην&, και κομίσας τον απέθηκεν επί μικράς τραπέζης, προ της οποίας ηρέσκετο να κάθηται ο διδάσκαλος δυσκόλως αποφασίζων να πατήση με τα μακρά και πλατύτατα υποδήματά του επί των σεσαθρωμένων σανίδων της υψηλής δασκαλοκαθέδρας.
Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτο — παλαιό τουφέκι του σπιτιού των — εξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα του — δυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά — . κ' επυροβόλησε . . .
Ο δε Σαϊτονικολής ελκύσας διά της σκαπάνης του τον κλάδον εξεκρέμασε το φέσι και έτρεξε να το δώση εις τον γέροντα, όστις μη δυνηθείς να σταματήση εγκαίρως τον όνον του είχε προχωρήσει με την κεφαλήν ασκεπή. Μετ' ολίγον αγέλη κτηνών επεχωθούσα τους εχώρισεν. Ο Σαϊτονικολής έμεινεν ολίγα βήματα οπίσω μετά της Πηγής, προς την οποίαν είπε: — Καλορίζικα κιόλας, Πηγιό.
Κείνοι ετράβηξαν τον ανήφορο, κι' αυτός εκρύφθη μέσ' το ορμάνι. Κείνοι εκύτταζαν τον δρόμο τους, κι' αυτός είχε το μάτι κολλημένο στον πεύκο. Σαν αλαργάρισαν εκείνοι, αυτός εζύγωσε, κι' ανέβη αλαφρός στο δένδρο, κ' εκαβαλλίκεψε στους κλώνους, κ' εξεκρέμασε κείνο που εφαίνετο σαν δισάκκι αραχνιασμένο, μια χαρά, και το δισάκκι σάπιο έρρεψε όλο, και τα κολοννάτα πετάχθηκαν σωρός, κάτω στο χώμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν