Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Σαν τι βοήθεια όμως πρέπει να δίνει στους τριγυρινούς του, και σαν τι φροντίδα να δείχνει για τον τόπο του; Να βοηθεί τον άλλο νάβρει δουλειά. Ο άλλος αυτός φυσικά πρέπει νάναι άξιος να δουλέψει. Αν είναι ακαμάτης, ανίκανος, ποιος του φταίει αν χαθεί; Ο καθένας ας κοιτάζει να μεγαλώσει την εργασία του, για να μπορέσει και σ' άλλους συντοπίτες του να δώσει δουλειά.
Θα δουλέψει επομένως: θα κάνει τον έμπορο, όπως ο πατέρας του». «Τότε θα έπρεπε να το είχε κάνει προηγουμένως. Οι συγγενείς μας δεν αγόρασαν ποτέ βόδια». «Άλλοι καιροί, Νοέμι, αδελφούλα μου! Εξ άλλου, τώρα οι κύριοι είναι ακριβώς οι έμποροι. Βλέπεις τον Μιλέζο; Λέει: ο Βαρόνος του Γκάλτε τώρα είμαι εγώ».
Η Γκριζέντα μου έχει ρέψει. Εκείνος δεν την θέλει να βγαίνει από το σπίτι, να πάει να δουλέψει, και αν την δει να κάθεται στο κατώφλι της λέει να μπει μέσα, και όταν η Γκριζέντα παραπονιέται της λέει: «Για χάρη σου θα κάνω να πεθάνουν οι θείες μου από λύπη και κυρίως η θεία Νοέμι». Δεν λέει τίποτε άλλο επειδή είναι καλός και έχει καλή ανατροφή, αλλά τα λόγια αυτά είναι σαν το φαρμάκι που τρώει τα σωθικά αθόρυβα.»
Οι θείες άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο λιγότερο συμφωνούσαν. «Να δουλέψει;», έλεγε η ντόνα Ρουθ, η πιο ήρεμη. Αφού το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί.
Θάθελα νάταν εδώ. Ασφαλώς, αν όλα είναι καλά, αυτό συμβαίνει μόνο στο Ελδοράδο και σε κανένα μέρος του άλλου κόσμου. Τέλος προτίμησε ένα δυστυχισμένο σοφό, πούχε δουλέψει δέκα χρόνια για τους βιβλιοπώλας του Άμστερνταμ. Σκέφτηκε, πως δεν υπάρχει άλλο επάγγελμα στον κόσμο, που ν' απαγοητεύη περισσότερο.
Η ντόνα Έστερ, αντίθετα, ευνοούσε τα σχέδια του ανεψιού, ενώ η ντόνα Νοέμι, η νεότερη από τις τρεις, χαμογελούσε ψυχρά και κοροϊδευτικά. «Μπορεί να πιστεύει ότι θα έλθει εδώ να κάνει τον κύριο. Ας έλθει, ας έλθει! Θα πάει για ψάρεμα στο ποτάμι......» «Ο ίδιος λέει ότι θέλει να δουλέψει, Νοέμι, αδελφούλα μου!
Γι’ αυτό είχε δουλέψει όλη τη μέρα και τώρα, περιμένοντας να πέσει η νύχτα και για να μη μένει αργός, έπλεκε μια ψάθα από βούρλα και παρακαλούσε το Θεό να πιάσει τόπο η δουλειά του. Τι αξία έχει ένα μικρό ανάχωμα εάν ο Θεός δεν το κάνει, με τη θέλησή του, δυνατό σαν βουνό;
Όταν έβρασε ο πετεινός και κάθισαν στο τραπέζι να φαν, ο Ξενιτεμένος μας έβγαλε από το σακκούλι του τα τρία ψωμιά, που τούχε δώσει ο αφεντικός του, και κόβοντας τα στη μέση, ηύρε στο καθένα από εκατό φλωριά, ήτοι όλους τους μιστούς των είκοσι ενός χρόνων πούχε δουλέψει! Όταν απόφαγαν, έκαναν το σταυρό τους και πλάγιασαν, ο Ξένος από τη μια τη μεριά και η γυναίκα του από την άλλη, μαζύ με τον νέο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν