United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η μητέρα μου, αν και φαίνεται της άρεσε λίγο το πράμμα, επέμενε να με πάρη μαζή της. Φοβότανε μήπως μου συμβή τίποτε στην επιστροφή, γιατί θα περνούσαμε από τουρκοχώρια. Έπειτα είχα ρεμπελέψει· έπρεπε και να διαβάσω λίγο.

Κ ώ σ τ α ς. Αγάπη μου! Μ α ρ ί α. Δεν μ' αγαπάς όπως πριν Κ ώ σ τ α ς. Δεν πιστεύεις ό,τι λες. Γιατί λοιπόν γράφεις εις την φίλην σου ότι ζούμεν τόσον ευτυχισμένοι... Μ α ρ ί α. Πώς! εδιάβασες αυτό το γράμμα; Κ ώ σ τ α ς. Ναι! Νομίζω ότι μπορούσα.. Μ α ρ ί α. Όχι! Εγώ δεν εζήτησα ποτέ να διαβάσω γράμματά σου. Κ ώ σ τ α ς. Μα εγώ είμαι άλλο, αγαπητή μου.

Να τρέξω, να προφτάξω, να τη ρωτήξω. «Λέλα μου, Λέλα, μοναδικιά μου αγάπη, Λέλα, τώρα που πεθάναμε κ' οι δυο μας, Λέλα, τώρα που δε φοβάσαι, τώρα να μου το πης αν είταν αλήθειαΕκείνο.» Ο Καρλής είχε βάλει στη διαθήκη του να μου στείλουν όλα του τα χαρτιά. Ήθελε να τα διαβάσω, ίσως να δικιολογηθή, ποιος το ξέρει; Τόσα έγραψε στο φρενοκομείο.

Όπως τόχω σημειωμένο και παρακάτω, η μελέτη μου αφτή γράφηκε Άβγουστο μήνα 1886, είναι δηλαδή το πρώτο πρώτο ρωμαίικο που έγραψα, όχι μόνο προτού γράψω Το Ταξίδι μου , μα προτού ακόμα κάνω το ταξίδι το ίδιο, που έδωσε και τον τίτλο του στο βιβλίο μου. Η μελέτη μου γράφηκε με το σκοπό να τη διαβάσω στο Συνέδριο του Ελληνικού φιλολογικού Συλλόγου της Πόλης, που είτανε τότες να γίνη.

Προσπαθώ όσο μπορώ να πλουτίσω το νου μου· δεν το κατορθώνω πάντα όπως θα μου άρεζε και μένα. Τα βιβλία πολλά, και πού ένας άθρωπος να προφτάξη; Άμα μου στείλη κανείς τίποτις, το νομίζω χρέος μου να το διαβάσω και να του πω τη γνώμη μου. Συχνά τυχαίνει ναργήσω ναποκριθώ και δεν πρέπει να θυμώνουν. Έπειτα, είναι κι άλλος μπελάς. Δύσκολο κανείς σ' ένα γράμμα μέσα να τα βάλη όλα, όπως τα νοιώθει.

Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.

Να μου δώσης ένα γράμμα στο δήμαρχο να με βάλη στη θέσι του. Να φουντάρω για καλά. Τούδωκα με τα πολλά το γράμμα κ' έπιασε τόπο. Την άλλη μέρα διορίστηκε. Για λίγο καιρό βρήκα την ησυχία μου. Ένα πρωί, που τον συλλογιζόμουν μέσα μου, κ' έλεγα πως ερρίζωσε πια σ' αυτή τη θέσι, παίρνω την εφημερίδα να διαβάσω, στο κρεββάτι Τινάχτηκα απάνω. «Παρ' ολίγον πλημμύρα», διαβάζω με μεγάλα γράμματα.

Κείντα γενήκαν αυτά τα γράμματα; Εμένα δε μου φέρανε κιανένα. Μην πα κη μάνα σου... — Ήγραφά τα, μα δεν τάπεμπα. — Γιατί δεν κατέω να τα διαβάσω; — Εφοβούμουνα να μην πέσουν σε ξένα χέρια και τανοίξουνε. Το Βαγγελιό σκέφθηκε. — Κρίμας, είπε, να μη μου τα πέψης! Θα μου κάνανε μεγάλο καλό. Ίσως και να μην αρρώσταινα. — Ήμαθα πως ήσουν αρρωσταρά. — Είμαι, παιδί μ', ακόμη. Δεν το θωρείς;

Ακούστε τώρα και το δικό μας το λαό. Ο λαός δε θα σας πη ποτές τας ώρας . Ο τύπος της κοινής είναι τις ώρες· σε μερικά χωριά λεν όμως ακόμη και σήμερα τες ώρες, μάλιστα και τας ώρες . Αφτό το τες από πού έρχεται; Πώς έγινε; Δε θέλω τώρα να σας διαβάσω όσα έγραψα αλλού για το τες . Ένα μόνο ήθελα να σας θυμίσω.

Και επάνω στην Πόρτα που επάρθηκεν, είδαμε τα γράμματα, που έγραψεν ο άγγελος εκείνη την ημέρα, τάχα για την Πόλι. «Το χειρ' χειρ' χειρότεροΤα είδαμε, μα, σαν αγράμματη που είμαι, δεν τα διάβασα. Και τι να τα διαβάσω, παιδί μου! Μήπως δεν το βλέπουμε κάθε μέρα πως πηγαίν' η Πόλι; Και πού αλλού δεν πήγαμε! Και τι δεν είδαμε! Μα τώρα που τελείωσαν, άρχισα πάλι να στενοχωρούμαι.