Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Αλλού οι μισοί κάτοικοι είναι τρελοί, αλλού πολύ πονηροί, αλλού πολύ μαλακοί και πολύ κουτοί· αλλού κάνουνε πνεύμα· και παντού η πρώτη απασχόληση είναι ο έρωτας· η δεύτερη να κακολογούνε κ' η τρίτη να λένε ανοησίες. — Αλλά κύριε Μαρτίνε, έχετε ιδεί το Παρίσι; — Ναι, τόχω ιδεί το Παρίσι.
Στην πρώτη πράξη το σπίτι του Ευρωπαίου ανατολίτη Μεμιδώφ με τη λάμψη του, με το θόρυβο του, με τα χάλια του γοργοδειγμένο, κ' ύστερα με το ξεσκέπασμα του γάμου του Κώστα που το δέρνει σα χαλαζόβροχο. Στη δεύτερη πράξη η φωλιά των νιόνυφων και ταργαστήρι του ζωγράφου• η χαρά του ωραίου τώρα και μαζί το φοβέρισμα κάποιου αύριο αγνώριστου και σκοταδερού. Στην τρίτη.
Η δεύτερη αυτή εκστρατεία του δε φαίνεται να βγήκε και πολύ λαμπρή. Μη έχοντας μήτε αρκετό μήτε καλά εφοδιασμένο στρατό εξαιτίας του δεύτερου περσικού πολέμου, έχασε τότες τη Ρώμη. Είναι αλήθεια πως πάλε την ξαναπήρε από τους Γότθους, μα στα 548 θέλοντας μη θέλοντας έφυγε από την Ιταλία.
― Η Μαρία Μύρτου, με όλο το μέρος που παίζει μιας γυναίκας δυνατής, δέρνεται από αδυναμίες, πρώτη αδυναμία της: ερωτεύεται τον Κώστα Μεμιδώφ, ένα ανάξιο. Δεύτερη αδυναμία της.
Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη 'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων. και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520 χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη, και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.
Μα να, μην πας μακρυά· εμένα, τη μεγάλη μου κόρη — την είδιες, αφεντικό, μαθές, όχι πως είνε θυατέρα μου, μα νε ομορφούλα — την εγάπησενε ο Σωτήρης ο Σκουλάξινος, καλό νοικοκιουρόπαιδο, και τα χαμε σκεδό τελειωμένα και σαν ήρθεν ο κόμπος στο χτένι, πως εγώ είπα να κρατήξω τ' αμπέλι τση Φτελιάς για τη δεύτερή μου την Αννέζα, εχόλιασενε κ' ετραβήχτηνε· ακούς, αφεντικό, πράματα!
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ και κατά μικρόν αι ΓΥΝΑΙΚΕΣ Α', Β', Γ, Δ'. κλπ. Α' ΓΥΝΗ Ε! ώρα να τραβήξουμε λοιπόν για τη Βουλή• τώρα για δεύτερη φορά ο πετεινός λαλεί. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγώ σας καρτερούσα, κι' ολονυχτής τα μάτια μου να κλείνω δεν μπορούσα.
Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος. — Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου.
Ο Δίας οχ τον ουρανό τον αστροστολισμένον, Και οχ της αχτίνες του ηλιού αιώνια φωτισμένον, Τους άλλους κράζει τους θεούς να ιδούν μια τέτια μάχη Που δεύτερή της άλλοτε αδύνατο να λάχη. 360 Τα δυνατά στρατέματα τους δείχνει, που σαν άλλοι Κενταύροι παραλλόκοτοι, και Γίγαντες μεγάλοι, Ατάραγοι στον πόλεμο τελείως δε δειλιάζουν, Μον το σημάδη καρτεράν· να χτυπηθούν κυττάζουν.
Το λυπητερό όμως δράμα που άρχισε μαζί με τον πόλεμο τω Φαρσάλων είχε και δεύτερη, και τρίτη πράξη. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια, και παρουσιαστήκανε στην Ελλάδα νέοι πολεμόχαροι αρχηγοί, ο Βρούτος με τον Κάσσιο από τη μια, ο Αντώνιος με τον Οχτάβιο από την άλλη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν