Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει, κι' η ράχη της είχε κυρτώσει, κ' αυτή δεν το γνώριζε!

Το Βαγγελιό του διπλοπαράγγειλε, γιατί γνώριζε τη ψυχή μου και καταλάβαινε ότι θα γινόμουνα δυστυχής όταν θα μάθαινα πως η μητέρα μου ήτον άδικη και κακή. Ο χωριάτης όμως από μοχθηρία, ασυνείδητη ίσως, μου 'πε τα όσα γίνηκαν. Και με τέτοια μορφή κακίας μου παρουσίασαν την μητέρα μου, που γύρισα πέρα το πρόσωπο.

Πολίτης αυτός, έπειτα φίλος και του πατέρα, φαίνουνταν ομπρός μου σαν είδος άγιοςείδος άνθρωπος που πρέπει νάχη σοφία και γνώση μέσα του με τις καραβιές. Καταδέχουνταν ως τόσο να με ρωτάη κάθε λίγο για τους δικούς μου, αν και δεν τους γνώριζε, εξόν τη μάννα μου που την είδε, θαρρώ, νύφη στον τόπο μας.

Ο πρώτος Γραικός που είπε τες αντίς τας, δε θάλεγε στη ζωή του το τες, αν πρώτα δεν ήξερε το τας. Και το τας από πού το πήρε; Το είχε ακούσει από τους αρχαίους κι από τότες το γνώριζε. Σαν που σώζεται το φιλέω μέσα στο φιλώ , έτσι σώζεται και το τας μέσα στο τες . Η καινούρια μας αφτή αιτιατική είναι παιδί της παλιάς αιτιατικής τας · από μέσα της βγήκε.

Δεν μπορούσε ναυρή τίποτε. Όλα του είταν ξένα. Όλα του είταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι είταν μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν είταν αυτό. Είχ' αλλάξει όψη.

Κι όταν η μαμά ρώτησε αν περίμενε πολλή ώρα εκεί, απάντησε: — Βέβαια, αλλιώς θα μ' εύρισκε η Άννα. Και τότε θα έπρεπε να πάω να κοιμηθώ. Η μαμά δεν απάντησε τίποτε σ' αυτό. Της είτανε δύσκολο να του πη πως δεν έκαμε καλά. Η αθώα του αγάπη, που είταν αφορμή της ανυπακοής του, τον υπεράσπιζε από κάθε μάλλωμα κι ο Σβεν το γνώριζε αυτό καλά.

Προσπαθούσε να κρύψει την φτώχια τους, αλλά φαίνεται πως εκείνος γνώριζε και γι’ αυτήν, επειδή χωρίς να περιμένει να τον εξυπηρετήσουν, αφού κουβάλησε την βαλίτσα στο δωμάτιο που η θεία Έστερ είχε ήδη προετοιμάσει γι’ αυτόντο παλιό δωμάτιο των ξένων, στο βάθος του μπαλκονιούξανακατέβηκε άνετος και πήγε να πλυθεί στο πηγάδι σαν τον υπηρέτη.

Δεκάξη χρονών αγόρι, αμούστακο σαν κορίτσι, αγνώριμο, με χίλια όνειρα και με δίχως κόσμου πείρα, κ' ίσια στην Πόλη, στο Φανάρι, σε κάποιου Κυρ Φωτάκη, ενός που γνώριζε από τα παλιά το γέρο μου σαν ταξίδευε, και που τι είταν η δουλειά του καλά καλά δεν το γνώριζα, ζουγράφιζε όμως κάποτες άγιες εικόνες, και με πολύ καμάρι τις κοίταζε κι άδικο δεν είχε, γιατί όλοι του οι Άγιοι Νικόλαοιτη χάρη τους νάχουμε — ο ένας από τον άλλονα μήτε τρίχα διαφορά!

Κι' όλο βλέπανε, κι' όλο βλέπανε τις ομορφιές του κόσμου με τα δυο μεγάλα καταγάλανα μάτια τους και ποτέ δεν χόρταιναν. Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και δεν ήτανε θάμα στη γη που δεν τόξερε ο Πέτρος, δεν ήτανε φως, δεν ήτανε χρώμα, δεν ήτανε χάρι κι' ομορφιά που δεν το γνώριζε.

Λέγει της ο άνδρας· δεν ημπορώ να σε ευχαριστήσω· ήξευρε μόνον ότι γελώ δι' εκείνα που ο γάιδαρος είπε του βοϊδιού, αλλά το επίλοιπον δεν ημπορώ να το ειπώ, διότι είναι κρυφόν. Λέγει του η γυναίκα· και ποίος σε εμποδίζει να μου φανερώσης ένα τέτοιον κρυφόν; Της απεκρίθη ο άνδρας· γνώριζε, ότι κινδυνεύει η ζωή μου.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν