United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βεζήρης επαινέσας τον θρησκευτικόν αυτής ζήλον, έστερξε προθύμως και ούτω χάριν της Βασιλικής εν αυτή τη φωλεά του θηρίου κατηρτίσθη πολύτιμον προσευκτήριον, όπου πολλάκις και το ανθρωπόμορφον εκείνο τέρας εν ταις μεγάλαις αυτού δυσχερείαις προσήρχετο ικετεύων. Δεκαπενταετή ήδη ενυμφεύθη αυτήν ο Αλής κατά το οθωμανικόν θρήσκευμα και έκτοτε την ηγάπησε μανιωδώς καί τοι γέρων.

Και στο γύρισμά σου πέρασες από της Βασιλικής; ρωτάει η γριά. — Και πήγα και θα ξαναπάγω. Μισά ψέματα μισές αλήθειες, να γλυτώση μια ώρ' αρχήτερα απ' αναφέλευτες ομιλίες. Τι τον έμελε νάλεγε και ψέματα. Τη ζωή του όλη ψεύτικη τηνε θάρρειε.

Τον συνεβούλευσε λοιπόν να εξασθενίση πρώτον τους μεν διά των δε, και αφού περικόψη τοιουτοτρόπως όσον ηδύνατο περισσότερον την δύναμιν των Ελλήνων να στραφή τότε κατά των Πελοποννησίων και να εκδιώξη αυτούς εκ της βασιλικής χώρας. Ο Τισσαφέρνης ησπάζετο κατά το πλείστον τα σχέδια ταύτα, όσον δυνάμεθα τουλάχιστον να κρίνωμεν εκ των πράξεών του.

Από στόμα εις στόμα επήγαιναν αι λέξεις: «ωραίον, λαμπρόν, τεχνικώτατον!» Ο θαυμασμός ήτο γενικός, και ο βασιλεύς έδωκεν εις τους αγύρτας τον τίτλον: υφανταί της Βασιλικής αυλής. Όλην την νύκτα προ της τελετής οι αγύρται δεν εκοιμήθησαν: Ήναψαν δεκαέξ λύχνους, και ο λαός τους έβλεπε από τα παράθυρα να υφαίνουν τα βασιλικά φορέματα.

Ο Αμβλέτος φθάνει με τους απεσταλμένους εις την Αγγλίαν, και αυτού τρομάζει τον Βασιλέα με το μαγικόν του πνεύμα, και μαντεύει σκανδαλώδη απόκρυφα της βασιλικής οικογενείας. Ο Βασιλεύς συμφώνως με τα πλαστά γράμματα στέλλει εις τον θάνατον τους δύο απεσταλμένους, και αρραβωνιάζει την θυγατέρα του με τον Αμβλέτον.

Ένα βαθύ βαθύ σκουλήκι τον κρυφότρωγε πάντα όμως, της Βασιλικής του η έννοια. Τι θαπογίνη η γυναικούλα του, αν τύχαινε και τίποτις. Ήθελε λοιπόν τώρα να την έχη σιμά του μονάχος του την άγρια αυτή νύχτα. Κάτι σα να του κρυφόλεγε μέσα του πως ίσως είταν η στερνή του στον κόσμο. Κ' είτανε σταλήθεια!

Αυτός, βλέποντας εις τα χέρια του όχι μόνον όλα τα εισοδήματά μου, αλλά και όσα άλλα μπορούσε να πάρη η εξουσία μου, — ωσάν ο άνθρωπος, που με το να ξαναλέη ένα ψέμμα έκαμε το θυμητικό του να φταίη τόσο της αλήθειας, όστε αυτός ο ίδιος να πιστεύη το ψέμμα του, — επίστεψε ότι τωόντι αυτός ήταν ο δούκας, ενώ ενεργούσε στο ποδάρι μου, κ' εφορούσε το πρόσωπο της βασιλικής αρχής με κάθε προτέρημά της·απ' αυτά μεγαλώνοντας η φιλαρχία του, — ακούς;

Ανήρ βασιλοπρεπής, αρχικός, δραστήριος έχων ισχυράν συνείδησιν της βασιλικής δυνάμεως και της υψηλής και μεγάλης του θέσεως, κατείχετο υπό φιλοδοξίας να φανή αληθής Ρωμαίος αυτοκράτωρ.

Κύριε! εκλαυθμύριζεν, ο πατήρ μου δεν υπάρχει πλέον υπερασπίσου μας! τίποτε κακόν δεν επράξαμεν προς τον Βεζύρην διά να μας σφάξη ούτως· η μήτηρ μου ομοίως δεν έπραξε κακόν· είμεθα πτωχά παιδιά και παραδιδόμεθα εις χείρας σου· μεσίτευσον προς τον Βεζύρην διά την ζωήν μας, ίσως έχεις και του λόγου σου μητέρα και παιδιά...» Ο γλυκύς τόνος της Βασιλικής η αγγελική καλλονή της το εύκαμπτον ανάστημά της κατεπράυνον τον άγριον λέοντα, όστις την ήκουεν.

Δεν ήτο ληστής πλέον ο αίφνης εμφανισθείς εν μέσω της αγρίας εκείνης ερημίας, αλλά μάλλον ο δασοφύλαξ, άνθρωπος της βασιλικής χωροφυλακής. Η Γερακούλα επανήλθεν εις τα λογικά της. — Κορίτσια είνε εκείνα που ασπρίζουντο ρέμα; ερωτά ο ληστής υποτρέμων. Ήδη νέα φόβου εικών σχηματίζεται εν τη γυναικεία φαντασία της Γερακούλας. Η ερώτησις αύτη της παριστάνει τον ξένον κακόν και άγριον.