Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουλίου 2025
Ήρθε ο Αργύρης ο Λοχίας, με τον Κυρ-Σταρό το γραματικό του Ειρνοδικείου, και τον Κυρ-Κωστάκη τον αδερφό της Κυρά-Δασκάλας, παρέα. Έμπαιναν, έμπαιναν ολοένα. Ολοένα εγέμιζε, εβάρενε ο δίσκος στο σκαμνί απάνω. Έσκουζε ολόχαρος, γελαστός, αστόμωτος ο Γιάνης· — Δυο δεκάρες να πλερώνη καθένας να μπαίνη, παιδιά! Να βγάλουμε κ' εμείς το πετρέλαιο!...
Από πού κι ως πού όμως ο τόσος ο θυμός; Από τον τίτλο Ιστορία της Ρωμιοσύνης, που έβαλε ο Αργύρης στο βιβλίο του, να δηγηθή τα ιστορικά της Ρωμιοσύνης από τον Κωσταντίνο το Μεγάλο ίσα με τον Ιουστινιανό. Σπουδαία αφτά. Για να τα ξετάσουμε λιγάκι. Ρωμιός θα πη Ρωμαίος.
— Την άλλη αβγή, οπού λες, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα, τηράει ο Αργύρης και βλέπει τη φλογέρα του. — Πού τη βρήκες μάνα; ρωτάει τη μάνα τάχα με χαρά. — Ελέφκαινα, Αργύρη μου, στο Βαθυλάκωμα και την κατέβασε της σπηλιάς το νερό· του λέει εκείνη και τόνε φιλεί, τόνε φιλεί, λες κ' ήθελε τόνε χάσει. — Μάνα, της ξαναλέει ο Αργύρης, τόρα ήρθα και με είδες και σε είδα· μον πρέπει τόρα να γύρω μάτα στις κοπές του Μπέη για το καλό μας, και μάτα να πάω στην Αρκαδιά.
Σωτηριάδης, να τα ψάλη και της δημοτικής, όσο λίγο κι αν την απόμαθε. Προσωπικά! Προσωπικά! ... Ο Αργύρης ο Εφταλιώτης γυρέβει από αναγνώστη, που είναι Έλληνας, δυο φοβερά πράματα: ναρνηθή τόνομά του και την πίστη του. Πρέπει να υποθέσουμε ή πως δεν ξέρει πόσο μεγάλο πράμα γυρέβει, ή πως το ξέρει κι απαιτεί την παράδοξη αφτή θυσία από το ελληνικό έθνος.
Κ' εμεγάλων' ο γιός του Νάκο-Μήτρα και της Ζαχαρούλας η παρηγοριά. Ήταν πια δεκαπέντε χρονώ λεβέντης· Μιαν αβγινή, το λοιπόν, ήταν γερμένος ο Αργύρης στο Βαθυλάκωμα απάνου κι αλαφρά απάλαφρα φύσαε τη γλυκειά τη φλογέρα του. Έπαιρνε του βουνού το πρωινό τ' αγεράκι τον τρελόν αχό, το γλυκολάλημα της φλογέρας, και τάπλωνε ολούθε στο κάμπο και τόφερνε στη δεμοσιά δωκάτου.
Εκεί θα ξενυχτίσω μου φαίνεται. Καληνύχτα σας. ΒΕΡΑ — Ο καϋμένος ο Αργύρης. Φαίνεται πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. ΦΛΕΡΗΣ — Καλά, Αργύρη. Πήγαινε. Καληνύχτα. Δεν μου κολλάει ύπνος. Δεν ξέρω τι έπαθα απόψε. ΒΕΡΑ — Δεν υπάρχει θλιβερώτερο θέαμα από ένα μελαγχολικό γέρο. Δεν ξέρω γιατί. . . Μα είνε κάτι τι σπαρακτικό. Κυττάξτε πως πηγαίνει στο φεγγάρι.
Παραστρατίζει ο καλός σου ο Μπέης από τη δεμοσιά, και πάει απάνου στο Βαθυλάκομα. Σαν πήγε απάνου στο Βαθυλάκωμα, κεντάει τάλογό του, βυθίζει τα σπερούνια σταλόγου την κοιλιά. Φρενιάζει τάλογο, σαλτάρει, κολλάει απάνου στο βράχο πούταν ο Αργύρης γερμένος.
Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν, αλλ' ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδόν του και τους ελήστευσεν. — Είνε άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα. Τα παιδία τον εκύτταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησεν εν τω μεταξύ ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη και μετέδωκε θάρρος εις τον Αργύρην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν