United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τα έχομεν παραδεχθή όλα αυτά; — Ναι, ναι τα παρεδέχθημεν, και μάλιστα χωρίς να φέρω και καμμίαν αντίρρησιν, μου απήντησε.

Και λοιπόν; Άραγε το σχήμα μιας μεγάλης κατοικίας ή ο όγκος μιας μικράς πόλεως κάμνουν καμμίαν διαφοράν ως προς τον άρχοντα; Νέος Σωκράτης. Καμμίαν. Ξένος. Λοιπόν καθώς εσκέφθημεν προ ολίγου, είναι φανερόν ότι δι' όλα αυτά μία είναι η επιστήμη των. Και αυτήν είτε βασιλικήν είτε πολιτικήν είτε οικονομικήν την ονομάζει κανείς, ημείς ας μη φέρωμεν καμμίαν αντίρρησιν. Νέος Σωκράτης. Βεβαιότατα.

Μόλις ήκουσε αυτό ο Κτήσιππος άναψαν αμέσως τα αίματά του και γεμάτος αγανάκτησιν του λέγει: Ξένε μου Θούριε, αν δεν ήτανε κάπως χονδρόν εκ μέρους μου, θα σου έλεγα &στο κεφάλι σου&, που φαντάσθηκες να μας αποδώσης τέτοιο ψέμμα σε μένα και σ' αυτούς τους άλλους, που είναι και να το λέγη κανείς αμαρτία, πως εγώ επιθυμώ τον θάνατον αυτού! — Κτήσιππε, του είπεν ο Ευθύδημος, παραδέχεσαι, πως ημπορεί κανείς να ψευσθή; — Το παραδέχομαι βέβαια, εκτός αν είμαι παράφρων. — Αλλ' όταν κανείς ψεύδεται, λέγει το πράγμα περί του οποίου πρόκειται ο λόγος, ή δεν το λέγει; — Το λέγει. — Λοιπόν, αφού το λέγει, θα πη ότι δεν λέγει τίποτε άλλο, παρά εκείνο που λέγει. — Αυτό ν' ακούεται. — Αλλά βέβαια θα παραδεχθής, ότι εκείνο που λέγει είναι ένα κάποιο πράγμα χωριστόν από όλα τα άλλα. — Δεν έχω αντίρρησιν. — Ώστε εκείνος που το λέγει αυτό, λέγει ένα πράγμα που υπάρχει. — Ναι. — Αλλά εκείνος που λέγει ένα πράγμα που υπάρχει λέγει το πραγματικόν, το αληθινόν· ώστε ο Διονυσόδωρος, αφού λέγει εκείνο που υπάρχει, λέγει εκείνο που είναι, και επομένως δεν είπε κανένα ψέμμα για σένα. — Ναι, μα εκείνος που το λέγει αυτό, Ευθύδημε, λέγει πράγμα που δεν είναι.

Διότι ηξεύρω καλά ότι, ενώ δεν θα ημπορέσω να του αντιτάξω καμμίαν αντίρρησιν ότι δεν πρέπει να κάμω όσα αυτός με συμβουλεύει, εν τούτοις, όταν τον αφήσω, θα υποχωρήσω χάριν της εκ μέρους των πολλών τιμής και υπολήψεως. Δραπετεύω λοιπόν από πλησίον του και τον αποφεύγω, όταν δε τον επανίδω, εντρέπομαι δι' όσα εμείναμεν σύμφωνοι.

Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δευτέραν φοράν η συντέκνισσα. Φέρε να τα φορτώσω, παπά . . . Καβαλλικεύεις κ' η αγιωσύνη σου. — Βλέπουμε· κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά, κ' έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι. Η παπαδιά ανήσυχος τους έβλεπεν αναχωρούντας, αλλά δεν ετόλμα να εκφωνήση παράπονον ή αντίρρησίν τινα, έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν, και είπε·

Ετούτος ο βεζύρης ήτον ένας από τους πλέον κακοτρόπους του κόσμου, οι οποίοι δεν έχουν αντίρρησιν να κάμουν τες μεγαλύτερες ανομίες διά να πληρώσουν την επιθυμίαν τους. Είχεν αυτός μίαν θυγατέρα δέκα οκτώ χρονών και την ωνόμαζε Μπάλκω, η οποία ήτο στολισμένη με όλα τα καλά ήθη.

Κατ' αρχάς τινές εξ αυτών ηθέλησαν εκ συμπαθείας να προσφέρουν φαγητά, προφασιζόμεναι ποτέ μεν ότι επεθύμουν να δοκιμάση την επιτυχούσαν πήτταν των, άλλοτε δε ότι ήτο η εορτή του συζύγου ή του υιού των. Αλλ' εκείνος ευγενώς μεν, διά τρόπου όμως μη επιδεχομένου αντίρρησιν, απεποιείτο την προσφοράν, ώστε αι γειτόνισσαι έπαυσαν η μία μετά την άλλην τας καλοκαγάθους αποπείρας των.

Ω ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους ανθρώπους; δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού; εκείνοι οι ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους κακοποιούς, δεν έχουν αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες παρανομίες; Και έτσι λέγοντας αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε τίποτε ουδέ με τον Κατή.

Η Τζελίκα μού εζήτησε το όνομα, και πόσον καιρόν ήμουν τζοχαντάρης και δίδοντάς της την απόκρισιν, μου είπε· Ταλμούχ, θέλω να είσαι ελεύθερος, και να μιλήσης χωρίς αντίρρησιν, και χωρίς να στοχασθής πως είσαι εις το χαρέμι το βασιλικόν, κάνοντας λογαριασμόν να είσαι με ανθρώπους απλούς· θεώρησε με επιμέλειαν όλες ετούτες τες νέες, και εξέταξε καταλεπτώς, και με όλην την ελευθερίαν ειπέ ποία από ημάς σου αρέσει καλύτερον.

Μόλις επρόλαβες, καλέ Σωκράτη και με ερώτησες. Διότι σε βεβαιώ, είχα σκοπόν να σε ερωτήσω, άραγε τα παραδέχεσαι όλα αυτά, ή έχεις αντίρρησιν εις κανέν από όσα είπα. Τόρα δε πλέον είναι φανερόν, ότι θα αποφασίσωμεν να εξετάσωμεν αυτό, δηλαδή αν είναι ορθόν να υπάρχουν άρχοντες χωρίς νόμους. Νέος Σωκράτης. Πώς όχι; Ξένος. Λοιπόν είναι κάπως φανερόν ότι εις την βασιλικήν ανήκει η νομοθετική.