United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις άκουγε με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο γόνατο και το πρόσωπο στην παλάμη, όπως τα μικρά παιδιά όταν ακούνε παραμύθια. «Μια μέρα όμως το αποφάσισα και πήγα…» Σιωπή. Το πρόσωπο των δυο αντρών το σκέπασε η σκιά και χαμήλωσαν και οι δυο τα μάτια.

Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας. — Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .

Μέσα στη φρίκη και τα δάκρυα εκείνων, όταν θ' ακούνε τα φοβερά μας μαρτύρια, μέσα στα χάδια και τις περιποίησες που θα τους κάνουν, θα ξεχάση καθένας τα βάσανα του· θα πλακώσουν έπειτα τα βιολιά και το κρασί των φίλων και πάει πλέον, ούτε ήταν ούτ' εφάνηκε ο κίνδυνος. Όμως εγώ τίποτε από αυτά δεν επερίμενα. Ούτε γονέους, ούτε στενούς συγγενείς, ούτε φίλους εγκαρδιακούς είχα εκεί.

Όλοι οι θεοί που βρίσκουνται στον ουρανό σ' ακούνε, κι' όλοι είμαστε αποταχτικοί· μονάχα αφτή δε θέλεις να περιορίσεις μια σταλιά, μον έτσι την αφίνεις, 880 τι είναι δικό σου γέννημα το διαστρεμένο πλάσμα! Να τώρα του Τυδιά το γιο, τον άπιαστο Διομήδη, τον έχει χέρι σε θεούς βαλμένα να σηκώνει. Την Κύπρη πρώτα πλήγωσε από κοντά στο χέρι, όμως κατόπι σα στειχιό μου ρήχτηκε κι' εμένα.

Οι ιδέες, ο χαρακτήρ, τα κατορθώματα του ανθρώπου λίγο μας ενδιαφέρουν. Μπορεί να είναι σκεπτικιστής όπως ο ευγενικός Sieur de Montaigne, ή άγιος σαν το σκληρό γυιό της Μόνικας όμως, όταν μας λέη τα μυστικά του, μπορεί πάντα να μαγέψη ταυτιά μας για ν' ακούνε και τα χείλη μας για να σωπάνε.

Κ' έτσι η Χλόη πάλε ευχαριστιότανε κι ο Δάφνης λυπότανε· μα κ' οι δυο παρακαλούσανε να τελειώση γλήγορα ο τρύγος και να γυρίσουνε στους αγαπημένους τους τόπους κι αντίς τις άγριες φωνές ν' ακούνε το σουραύλι ή τα κοπάδια τους να βελάζουν.

Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να το λες το Κύριε ελέησον, γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν η γυναίκες να τ' ακούνε. Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ' ακούη κι' ο Θεός, κ' η Παναγία, κ' όλος ο κόσμος.

Η μανία κάθε μπουζουκτζή είνε ν' ανοίγουν τα παράθυρα τη νύχτα τα κορίτσια και να τον αφογκράζουνται, να τον ακούνε.

Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια αγάλια Με την βραχνή τζαμάρα του το «λάγιο αρνί» μαθαίνει, Άλλος τον ώμορφο βοσκό και την βασιλοπούλα Θυμάται του παραμυθιού που τούλεγε η βαβά του Κι' αρχίζει και το μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.

Εγώ θα σε πάρω στην υπηρεσία μου.» «Γιατί δεν μιλά η εξοχότητά σας μαζί τους; Εμένα δε μ’ ακούνε.» «Μήπως εμένα μ’ ακούνε; Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά σα να τα έλεγα σε ντουβάρι. Εσύ πρέπει να τις πείσεις, εσύ», είπε δυνατά ο άντρας, χτυπώντας τον πάλι με το χέρι στο γόνατο. «Εάν θέλεις πραγματικά το καλό τους, η μόνη διέξοδος είναι αυτή.