United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσοι είσθε που αγαπάτε τες επιστήμες, θέλετε ηξεύρει ότι αύριον ανοίγει το φοβερόν σπήλαιον και όποιος θέλει ας πάη να έμπη εις αυτό.

Όμως δεν φτάνει να έχη ακρίβεια η φορεσιά· πρέπει επίσης να ταιριάζη στο παράστημα και στη θωριά του ηθοποιού και στην κατάσταση που μπορεί να υποτεθή ότι βρίσκεται καθώς και στη δράση του στο έργο. Στην παράσταση του «Όπως αγαπάτε» από τον κ. Hare στο θέατρο του 'Αγ.

Πρέπει να τον αγαπάτε πολύ. ΜΙΣΤΡΑΣΈκαμα, κυρά μου, ό,τι μπόρεσα, καθώς είδατε. Όταν έγεινε το κ ά ζ ο εσείς είσαστε πέρα στο νησάκι με τον Τάσσο και την κόρη του. Έκανα ό,τι μπόρεσα σ' αυτή τη δυστυχισμένη και αφού ειδοποίησα όσους μπόρεσα να κρατήσουνε το πράμα μυστικό, έτρεξα κατευθείαν στο νησάκι. Σας επήρα.

— Η κυρία Τραχανά, λέγει μειδιών ο νεωστί ελθών, σας στέλλει το κλειδί του θεωρείου δι' απόψε . . . Αν αγαπάτε . . . — Ευχαριστούμεν πολύ, παιδί μου . . . ευχαριστούμεν, . . αλλά είμεθα προσκεκλημένοι εις συναναστροφήν· απαντά ο ταλαίπωρος Παρδαλός, προσπαθών να κολάση το οργίλον της μορφής του διά τυπικού τινος μειδιάματος. — Α, έτσι; προσκυνώ, καλήν νύκτα σας. — Προσκυνήματα πολλά.

Δεν αγαπάτε κανένα, ούτε τον ίδιο σας τον εαυτόΟι δυο φίλοι σκουντούσαν ο ένας τον άλλο χαμογελώντας. «Είσαι πραγματικά άρρωστος απόψε∙ άδειο το πουγγί, βλέπεις.» «Το δικό μου το πουγγί είναι πιο γεμάτο από το δικό σας! Πάμε στο καπηλειό και θα δείτε», είπε κοκκινίζοντας μες στο σκοτάδι. «Δεν θέλησες να πιείς μαζί μας! Και πεθαμένο να σε δω, δε δέχομαι το κρασί σου

Κυρία, ήλθαν οι καλεσμένοι, το δείπνον είναι έτοι- μον, εσένα σε προσμένουν, την θυγατέρα σου την ζη- τούν, την παραμάναν την βλασφημούν εις το μαγει- ρειόν, και κάθε τι είναι εις τον τόπον του. Πηγαίνω εις την δουλειάν μου. — Κοπιάσατε αμέσως, αν αγαπάτε. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αμέσως. — Ιουλιέτα μου, ο Πάρης μας προσμένει.

Τον παρακάλεσαν να δεχτή λίγα σκούδα. Τα παίρνει και κάνει να δώσει απόδειξη, αλλά κείνοι δεν το επιτρέπουν και κάθουνται στο τραπέζι. — Δεν αγαπάτε τρυφερά.....; — Ω! ναι, απάντησε, αγαπώ τρυφερά τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Όχι, είπε ο ένας από τους κυρίους, σας ρωτούμε, αν αγαπάτε τρυφερά τον βασιλέα των Βουλγάρων. — Καθόλου, απάντησε κείνος, γιατί δεν τον είδα ποτέ!

Άμποτε. — Ή θα το εύρωμεν ημείς. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή. Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει. — Τι αγαπάτε; ηρώτησε. — Κρασί. Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον. — Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του.

Επειδή δε ο Καραϊσκάκης επιμένων δεν έδιδε γνώμην να φύγωσι, τινές των αξιωματικών προσκαλούντες και τους άλλους εις την φυγήν ενώπιον του Καραϊσκάκη, είπον ότι δεν κάθονται να γένωσι θύματα της φιλοδοξίας του Καραϊσκάκη, τότε ο Καραϊσκάκης απεκρίθη με αγανάκτησιν «Πηγαίνετε όπου αγαπάτε. Ο Καραϊσκάκης θέλει επιμείνει εις την θέσιν του, και ας χαθή.

Εάν αγαπάτε μόνον τους αγαπώντας υμάς, ποίος θέλει είσθαι ο μισθός υμών; Αγαπάτε και ευεργετείτε τους εχθρούς υμών, όπως γίνητε τέλειοι ως ο Θεός, ο Πατήρ υμών