United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσαίσα που αυτά τα λόγια ειπώθηκαν στην αρχή του ξεπεσμού τους. Φαίνεται πως τόχει η φύση μας· άμα αρχίζουν τα μεγάλα λόγια να παύουν τα μεγάλα έργα. — Σωστά· είπε ο Αλαμάνος. — Άλλως τε, επρόσθεσε ο νέος κυττάζοντας τον αδερφό του, εγώ δε θέλω να κατηγορήσω τους προγόνους μας. Μα πιστεύω πως τα λόγια έχουν αξία κατά τους ανθρώπους που τα λένε. Εκείνοι ήταν εκείνοι και είπαν τέτοια λόγια.

Κι έτσι παραλυμένη κι ασάλευτη απόμεινε με τα μάτια της καρφωμένα ασυνείδητα ίσα στα γυαλιά του παραθυριού, ως που ο ύπνος της έκλεισε βαρειά τα βλέφαρά της.

Διότι τότε δεν ήθελεν είναι ανάγκη να είναι και το έν και το άλλο εις ωρισμένον μέρος• διότι εις τα πράγματα τα γενόμενα ίσα είναι αδιάφορον αν είναι πλησίον ή μακράν αλλήλων. Διότι όπως ο αήρ και το ύδωρ, είναι και εκείνα συνεχή, αλλ' όμως η κίνησις και των δύο είναι μεριστή.

ΚΕΝΤ Είμαι ένας άνθρωπος καλόκαρδος, και πτωχός.. ωσάν βασιλεύς. ΛΗΡ Αν είσαι ως υπήκοος ίσα με τον βασιλέα πτωχός, είσαι πτωχός και τω όντι! Και τι ζητείς; ΚΕΝΤ Να δουλεύσω. ΛΗΡ Και ποίον θέλεις να δουλεύσης; ΚΕΝΤ Εσένα. ΛΗΡ Με γνωρίζεις, άνθρωπε; ΚΕΝΤ Όχι. Όμως έχεις εις το πρόσωπον κάτι, το οποίον μου δίδει την όρεξιν να σε κάμω κύριόν μου. ΛΗΡ Και τι είναι αυτό; ΚΕΝΤ Μεγαλείον!

Και τόδωκε του Δήπυλου, του γκαρδιακού του βλάμη325 π' απ' όλους πιο καλύτερα τον είχε τους συντρόφους, κι' είχαν μια γνώμη πάντα οι διοστα πλοία ναν τ' αφήκει· κι' ο ίδιος πάλι ανέβηκε στ' αμάξι του, κι' αδράζει τα γκέμια, κι' ίσα αβάσταχτος προς το Διομήδη τρέχει.

Υπήγαν ίσα προς το χαμόμηλον, το οποίον δεν εκαταλάμβανε τι το θέλουν. — Απ' εδώ να εβγάλωμεν χόρτον διά την κίχλαν είπε το μεγαλείτερον αγόρι. Και έκοψε έν τετράγωνον τριγύρω εις το χαμόμηλον, και με το ψαλίδι το εχώρισεν από την γην και το ανεσήκωσε. — Κόψε το άνθος, είπε το μικρόν αγόρι. Και έτρεμεν από τον φόβον του το χαμόμηλον, διότι θ' απέθνησκεν, αν το έκοπταν.

Σέλω νάναι πουλύ, πουλύ μεγάλη! είπεν ο μικρός. — Μεγάλη γρηά, ίσα μ' εμένα, είπεν η Φραγκογιαννού. Εν τω μεταξύ, το μικρότερον των δύο κορασίων, το Δαφνώ, καθώς εκύτταζεν εναλλάξ τον λύχνον και την Φραγκογιαννού με τεθηπός βλέμμα, ως να υπνωτίσθη από το όμμα της γραίας, ενύσταξε, έγειρε το κεφαλάκι του προς την εστίαν, και απεκοιμήθη.

Πώς ο Ρωμιός να κόφτη άραγες την παράδοση, αφού η παράδοση είναι ίσα ίσα ο Ρωμιός; Ή μήπως από τον Περικλή και τον Αλκιβιάδη θα κατέβουμε γραμμή ως τον Όθωνα; Δε συνέβηκε τίποτις σταναμεταξύ; Θαρρώ πως συνέβηκαν κάμποσα και σπουδαία μάλιστα και σημαντικά, μα δεν είδα έθνος στη ζωή μου που να χαντακώνεται σαν το ρωμαίικο, που από την πρόληψη, από το δασκαλισμό, να καταστρέφη τις δόξες του τις αληθινές, γιατί στο διάστημα που λέμε κι όσο βάσταξε το Βυζάντιο, συνέβηκαν πράματα πολλά και μεγάλα, που χρέος του Ρωμιού να τα θυμάται και να τα μελετά.

Ντουγρού, ντουγρού; — Ταμάιμα. — Μονοκοπανιά; — Τα ίσα, ζέρ; — Σ'μ Παναϊά τ' Ντομάν; — Ντούρμα, παπάς έτσ' είπε. — Του ρέμμα-ρέμμα; — Δε-δε-πάμι; — Δε πάμι, ζερ! Αλλ' ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν τω μεταξύ απεδύθη τα άμφια, κ' έκραξεν εις το ποίμνιόν του.

Έπειτα ταξείδεψαν με τους πολεμιστάδες καταδώθε· μα δεν έχασαν διόλου από τη φωτιά και τη γλύκα τους, όπως οι σπόροι που μετατοπίζουν τα πουλάκια δε χάνουνε το είδος τους. Οι Χαγάνοι όμως δε σκέφτηκαν ποτέ να κερδίσουν από κείνα. Τα φύλαξαν για τα τραπέζια τους, για τους έρωτες τους και για τις λύπες τους. Όταν ερχόταν κίντυνος, άπλωναν ίσα στο σπαθί τους.