United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα βράδυ λοιπόν λέει στην Παπαδράκαινα: — «Έχε γεια, ΠαπαδράκαιναΈχωσε το κεφαλάκι της μέσατα πυκνά γένεια του, ένα ώμορφο στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, και την εφίλησε, την εφίλησε την Παπαδράκαινα, κ' έφυγε, και δεν ξαναγύρισε πλεια. Απέθανε, είπαν, 'ς τα Καντουνάκια 'ς τ' Άινόρος. 'Σ την έρημο. Ο δε Παπαδράκος ο γυιος του εμεγάλωνεν, εμεγάλωνεν, είπαμε, και το κεφάλι του.

Έχε ‘ς τον φούρνον Αγγελική, το 'μάτι σου· κι’ όλον τ’ αυγόν' ς την πήταν. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ν' αφήσης τα νοικοκυριά και πήγαινε ‘ς το στρώμα· φοβούμαι μήπως αύριον με το νυκτέρι τούτο θα ήσαι άρρωστος. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εγώ; καθόλου. Να η ώρα! Πολλαίς φοραίς 'ξενύκτησα, και όχι διά τόσον, και δεν αρρώστησα ποτέ.

Και πρώτα ο μυριαφέντης γιος τ' Ατρέα, ο Αγαμέμνος, του λέει, του κραίνει, απ' το δεξύ ενώ τον κράταε χέρι «Χαμένα τάχεις, αδερφέ . . . μα δε σου πρέπει εσένα η τρέλα αφτή . .. Έχε απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα 110 μη θες από φιλότιμο με πιο καλύτερό σου να χτυπηθείς, τον Έχτορα, που τόνε τρέμουν κι' άλλοι.

Αυτή λοιπόν, ω κυρία, είνε η πολύαθλός μου ιστορία. Τότε η Ζωηδία του λέγει· έχε την ελευθερίαν σου και πήγαινε όπου σου αρέσει· αυτός την παρεκάλεσε διά να μείνη μαζί με τους συντρόφους να ακούση την ιστορίαν και των άλλων τριών ξένων και έλαβε την άδειαν.

Εις τους λόγους τούτους του Βασιλέως είς εκ των μαχητών ελάλησεν εν ονόματι πάντων: «Εύφρανας, δέσποτα, τας καρδίας ημών, διά των συμβουλών σου. Οι λόγοι σου ηκόνησαν τα ξίφη ημών, και εποίησας ταύτα έμψυχα· ανεπτέρωσας ημάς διά των λόγων σου». Άλλος δε ανεφώνησε: «Δέσποτα, έχε πεποίθησιν εις την ανδρείαν ημών· έν μόνον φοβούμεθα, ότι σε βλέπομεν εκθέτοντα εις κίνδυνον το ιερόν σου πρόσωπον.

Άκουσον, κόρη. Έχε υπομονήν. Θέλω να σοι είπω τα πάντα, πίστευσόν με. Και όχι μόνον θέλω, αλλ' οφείλω να σοι τα είπω. Διότι η ιστορία αύτη σοι ανήκει, είνε ιδιοκτησία σου, και εγώ είμαι θεματοφύλαξ αυτής. Είσαι ισχυρά εν τω δικαίω σου, και δεν πρέπει να καταχράσαι. Θα σοι τα είπω τάχιστα. Μη αδημονής. — Αλλά πότε; είπεν η Αϊμά. Προσδιόρισε πότε θα μοι το είπης. — Μετ' ολίγας ημέρας.

Τι είν' αυτό που 'πρόβαλε, 'σάν τέκνον βασιλέως, και του στολίζει ο χρυσός της βασιλείας κύκλος το βρεφικόν του μέτωπον: ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Σιώπα κι' άκουέ το! ΤΟ Γ' ΦΑΣΜΑ Έχε ανδρείαν λέοντος και μη φοβού κανένα. Συνωμοσίαν μη ψηφάς, ή γογγυσμούς, ή στάσιν! ο Μάκβεθ δεν θα νικηθή, εκτός εάν κινήσητην Δουνσινάνην ν' αναιβή το δάσος της Βερνάμης!

Τι έχεις; είπεν ο κυβερνήτης· κάμε ήσυχα, μη φοβάσαι. Και ήρχισε ν' ανασπά την άγκυραν. Αλλ' ο επιβάτης δεν ήτο καλά! Είχε κύψει εις το κύτος, κ' εζήτει να κρατηθή από τας εξοχάς των στραβοξύλων, από τα εσωτερικά φατνώματα. Η λέμβος εκινήθη. — Έχε έννοια, είπεν ο μπάρμπ’-Αλέξης, τώρα θα λύσω το πανί. Το σκάφος εσάλευσεν ολίγον τι. Ο επιβάτης εκυρτώθη, έγεινε κουβάρι.

Έχε λοιπόν υπομονή, και κατέβαινε τώρα στ' αμπέλι που πρασινίζει, ίσως δώση ο Θεός και μαζέψης καρπό κατόπι.

Επρόσθεσε αυτά εις το γράμμα της Καρολίνας: «Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά ανοίγω αυτά τα μάτια. Αχ! δεν θα δουν πια τον ήλιο. Θολερή, συννεφιασμένη ημέρα τον κρατεί σκεπασμένο και ο ουρανός είναι σκοτεινός. Έτσι έχε πένθος, φύσις· το παιδί σου, ο φίλος σου, ο εραστής σου πλησιάζει στο τέλος του. Ω Καρολίνα!