United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιουτοτρόπως δε ο Πεισίστρατος κατέλαβε διά πρώτην φοράν την κυριαρχίαν των Αθηνών και πριν ή αύτη ριζωθή, την απώλεσεν. Αλλ' εκείνοι οίτινες τον εδίωξαν, ήρχισαν εκ νέου να στασιάζωσι μεταξύ των. Τέλος ο Μεγακλής, βαρυνθείς τας στάσεις, έπεμψε κήρυκα εις τον Πεισίστρατον και τω προέτεινε την θυγατέρα του ως γυναίκα και την τυραννίαν.

Ενώ ο Κροίσος ελάμβανε τα μέτρα ταύτα, όλον το έδαφος των Σάρδεων επληρώθη υπό όφεων. Εις την εμφάνισιν αυτών οι ίπποι, αφίνοντες τας βοσκάς των, έτρεχον να τους καταφάγωσιν. Ιδών το γινόμενον ο Κροίσος εστοχάσθη, όπως και ήτο πράγματι, ότι ήτο θαύμα. Αμέσως λοιπόν έπεμψε να ερωτήση τους μάντεις της Τελμησσού.

Μαθών ταύτα ο Απρίης έπεμψε τον Πατάρβημιν, άνδρα σημαντικόν μεταξύ των Αιγυπτίων οίτινες τω ήσαν πιστοί, διατάξας αυτόν να τω φέρη τον Άμασιν ζώντα. Ελθών δε ο Πατάρβημις και ευρών τον Άμασιν τον διέταξε να τον ακολουθήση.

Κατά την αυτήν δε εποχήν του θέρους ο Βρασίδας ανεχώρησε διά την Θράκην με επτακοσίους οπλίτας· άμα δε έφθασεν εις την εν Τραχίνι Ηράκλειαν, έπεμψε προηγουμένως άγγελον εις Φάρσαλα προς τους φίλους του, διά να ζητήση απ' αυτούς να τον οδηγήσουν μαζί με τον στρατόν του διά της Θεσσαλίας.

Η ιδέα αύτη τοσούτον τους παρώργισεν ώστε οι διαφυγόντες τον όλεθρον ενωθέντες με τους συγγενείς των φονευθέντων απεστάτησαν αναφανδόν. Μαθών ταύτα ο Απρίης έπεμψε τον Άμασιν διά να τους καθησυχάση με λόγους.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· αλλ' έχασετα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, ότιαυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· κείνοιτον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκετου πλοίου την καρίνα, τα κύματ' έβγαλαντην γη των θεογενών Φαιάκων, οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαντην πατρίδα. και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνηπολλά μέρη της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζετο σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου 'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, 'που κείνον θα οδηγήσουσιτην ποθητήν πατρίδα. 290 αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, 'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· θησαυρούς τόσους είχε αυτόςτα σπίτια του κυρίου. 295 καιτην Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».

Ταύτα ακούσας ο Οτάνης ήρχισε να εννοή καλλίτερον το πράγμα· έπεμψε λοιπόν προς την θυγατέρα τρίτην αγγελίαν λέγουσαν ταύτα· «Ω θύγατερ· διά την λαμπράν σου γέννησιν πρέπει να αναδεχθής τον κίνδυνον εις τον οποίον ο πατήρ σου σε διατάττει να εκτεθής.

Επειδή δε ο πατήρ του Γότθος μεγιστάν Ευθάριχος είχεν αποθάνει προ του Θευδερίχου, τον ανήλικον Αταλάριχον επετρόπευεν η μήτηρ του, γυνή σώφρων, συνετή, φιλοδίκαιος, έχουσα παίδευσιν ρωμαϊκήν και φίλη του Ρωμαϊκού πολιτισμού. Εννοείται ότι η Αμαλασούνθα ανεγνώριζε την υπερτάτην κυριαρχίαν του Ιουστινιανού και έπεμψε μάλιστα, καθώς είδαμεν, επικουρικόν στρατόν εις τον κατά των Βανδήλων πόλεμον.

Το επόμενον έτος 620 ο αυτοκράτωρ θεωρών πάλιν απαραίτητον την προς τους Αβάρους ειρήνην έπεμψε πρεσβείαν εις τον Χαγάνον παραπονούμενος διά την γενομένην παρασπονδίαν.

Μετά τρεις δε ημέρας, ο βουκόλος ανεχώρησε διά την πόλιν, αφήσας να το φυλάττη είς των συντρόφων του, ήλθεν εις τον οίκον του Αρπάγου και τω είπεν ότι ήτο έτοιμος να δείξη το πτώμα του παιδίου. Έπεμψε τότε ο Αρπαγος τους πιστοτάτους των δορυφόρων του, εβεβαιώθη δι' αυτών περί του πράγματος, και έθαψε τον υιόν του βουκόλου.