Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Και όμως οσάκις αι γειτόνισσαι — και είνε τόσον περίεργοι αι γειτόνισσαι! — οσάκις την ανέκριναν να μάθουν τα μυστικά της, εκείνη με προσποιητήν χαράν έλεγεν. — Ας είνε καλά. Παντού επήγαμε. Ναι, επήγαμε παντού. Ας είνε καλά. Σε γάμους, σε πανηγύρια, σε ζιαφέτια. 'Σ τον Αηλιά τρεις φοραίς. Στην αγία Παρασκευή. 'Σ τον Τσουγκριά. Είχαμε ψητά, είχαμε βιολιά, χορούς, τραγούδια, κούνιαις.
Της έλεγεν «ε! σαν πεθάνη, και τι τάχα; θα ξελευθερωθή...» Αλλ' η γραία Παντελού ούτε αστεϊσμού χάριν ηδύνατο να ακούση τοιαύτην ευχήν εκφερομένην. Ν' αποθάνη η νύμφη της; Μη γένοιτο! Και είχεν άλλην νύμφην; Και όμως, μ' όλους τους απαισίους κρωγμούς της γρηάς Περμάχου, η Παντελού δεν έπαυε να την έχη έμπιστον, να της λέγη όλα τα μυστικά της.
— Είναι μεγάλη ατυχία, έλεγεν ο Αγαθούλης, που ο σοφός Παγγλώσσης κρεμάστηκε παρά το έθιμο σ' ένα άουτο-ντα-φε. Θα μας έλεγε θαυμάσια πράγματα για το φυσικό και ηθικό κακό, που σκεπάζουνε τη γη και θα ένοιωθα αρκετές δυνάμεις για να τολμούσα να του φέρω με πολύ σεβασμό μερικές αντιρρήσεις. Ενώ καθένας διηγότανε την ιστορία του, το πλοίο προχωρούσε. Προσεγγίσανε στο Βουένος-Άυρες.
Καλά το έλεγεν ο μπάρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίταις, την ημέραν του Πάσχα, αλειτούργητοι.
Επί τέλους την ηύρεν ένας άνθρωπος, ο οποίος την έστειλε, μαζή με άλλα τρία νομίσματα, να πάρη τον αέρα της. — Τι ευχάριστον πράγμα, έλεγεν η δραχμή, να βλέπη κανείς τον κόσμον, και να παρατηρή νέα πράγματα και νέα πρόσωπα. Αλλά από τότε ήρχισαν τα παθήματά της.
— Νά, ταις έλεγεν ο ιερεύς, ο γηραλέος και σεβάσμιος, δεικνύων δια της μαύρης χονδρής ράβδου του τα γαμήλια στέφανα της Θωμαής, άτινα ήσαν ανηρτημένα υψηλά από καρφιού, παρά την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, συνδεδεμένα διά μεταξωτού λευκού μανδηλίου.
Η κοσμούρα πάλιν του Ζαππείου, ως έλεγε γραφικώς η γραία, την κατεζάλιζεν ολότελα και έκαμνε τόσους σταθμούς εις τα καθίσματα της δενδροστοιχίας, έως ου επανέλθη εις την οικίαν της, ως ζαλισμένη κόττα, παραπαίουσα, ενώ ο κόσμος, έλεγεν, ως κύματα επηγαινοήρχοντο, κύματα θαλάσσης· κ' εσάλευεν η γραία, κλυδωνιζομένη επί του πρασίνου εδράνου, υπό τας πιπερέας, αι οποίαι εκινούντο, της εφαίνετο, ως πολυέλαιοι εις τας εκκλησίας.
Της ήλθε πυρετός. Έβλεπεν όλην την νύκτα νεκρούς και τάφους και βρυκόλακας εις τον τεταραγμένον ύπνον της. Η ιδία η θεία της τής εφαίνετο ότι είχεν αποθάνει, ότι εβρυκολάκιασε και ζητούσε να της πίη το αίμα. Εξύπνησε παγωμένη, και την κατέλαβε κάτι σπασμώδες και νευροπαθές. Είχε πάρε «φρίξιν», καθώς έλεγεν η μητέρα της.
Βέβαια· διά να έχη τόσον εγωισμόν διά τα πλεονεκτήματά του όπλου θα ειπή ότι με αυτό έτρεφεν όλας τας ελπίδας του, εις αυτό εστήριζεν όλην την ανδρείαν και την φήμην του. . . Κ' ενώ τον ήκουεν ούτω ομιλούντα ο γέρων ήρχισε να αισθάνεται αηδίαν και να τον παρομοιάζη προς κανένα τενεκέν της νεωτέρας κοινωνίας — πάντοτε της νεωτέρας, διότι εις την ιδικήν του δεν υπήρχον τενεκέδες — ο οποίος λαμβάνει γυναίκα με τ' όνομα και την περιουσίαν της οποίας να παρουσιάζεται αυτός εις τον κόσμον!. . . Κ' έλεγεν ο ενωμοτάρχης ότι με τοιούτον όπλον δεν εφοβείτο ούτε τον Θεόν.
Και αν, ό μοι γένοιτο, είνε αποθαμμένοι, να το εξαργυρώσης η αγιωσύνη σου, να δώσης εις κανένα αδελφόν μου, εάν είνε αυτού, ή εις κανέν ανίψι μου, και εις άλλα πτωχά. Και να κρατήσης και η αγιωσύνη σου εάν οι γονείς μου είνε αποθαμμένοι, έν μέρος του ποσού αυτού διά τα σαρανταλείτουργα . . .» Πολλά έλεγεν η επιστολή αύτη και έν σπουδαίον παρέλιπε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν