United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότι αυτές ζουν κλεισμένες εις το κλουβί, μα τρέφονται σαν τα πουλάκια με ζάχαρι και με τραγούδια, ενώ ημείς που κάνομεν φωλειές στον ανοικτόν αέρα, έρχονται άλλα πουλιά και μας της ρημάζουν. Δεν ξέρεις τι εντύπωσι μου έκαμαν τα λόγια της! Κ ώ σ τ α ς. Ανοησίες. Η χανούμη σου θα τα διάβασε κάπου, εις κανένα βιβλίο γραμμένο επίτηδες για τα δυστυχισμένα αυτά πλάσματα των χαρεμιών Μ α ρ ί α.

Όλοι λοιπόν, αφ' ού ηκούσαμεν όσα αυτοί είπον, κατελήφθημεν από λύπην, καθώς το ωμολογούσαμεν υστερώτερα αναμεταξύ μας, διότι, εν ώ από την προηγουμένην ομιλίαν είχομεν παρά πολύ πεισθή, τώρα πάλιν εφαίνετο ότι μας έφεραν άνω κάτω και μας έρριψαν εις απιστίαν όχι μόνον με τους λόγους οι οποίοι ελέχθησαν προτήτερα, αλλά και με τους λόγους οι οποίοι έμελλον να λεχθώσιν υστερώτερα, και μας έκαμαν ν' αμφιβάλλωμεν μήπως δεν ηξεύρομεν διόλου να κρίνωμεν, ή μήπως και τα ίδια τα πράγματα είναι απίστευτα.

Σώνει μας να διαλέξουμε τον ένα δρόμο από τους δυο, κ' ή να ταφήσουμε καταμέρος τ' Απόκρυφα, ή, καθώς έκαμαν όλοι, να τακολουθήσουμε. Θα κάμουμε το δεύτερο, αν και δυσκολία ακόμα πιο μεγαλήτερή μας παρουσιάζεται.

Με αυτά τα λόγια, τα οποία με έκαμαν να τρομάξω, ανεχώρησε πολλά θυμωμένη και εγώ μένοντας εις μεγάλην σύγχυσιν, ανάμενα τότε εξ αποφάσεως την οργήν του θυμού της, και επιθυμούσα το τέλος του πράγματος ό,τι λογής και αν ήθελεν ήτον.

Μεγάλην χαράν, ευφροσύνην, και ευχαρίστησιν επέδειξεν εκείνος ο βασιλεύς βλέποντάς με εις χαρακτήρα πρέσβεως· όθεν αυτός και οι άρχοντές του μου έκαμαν τας μεγαλυτέρας τιμάς, που ηδύναντο διά να δείξουν την μεγαλοπρέπειάν τους.

ΤΙΜ. Ώστε όλα τρέχουν τυχαίως και ασκόπως; ΔΑΜ. Ναι. ΤΙΜ. Και ακούετε αυτά, άνθρωποι, χωρίς να λιθοβολήτε τον αλιτήριον; ΔΑΜ. Διατί εξερεθίζεις εναντίον μου τους ανθρώπους, Τιμοκλή; Και ποίος είσαι συ και αγανακτείς υπέρ των θεών, ενώ οι ίδιοι δεν αγανακτούν; Με ακούουν προ πολλού να υποστηρίζω αυτάς τας ιδέας και όμως δεν μου έκαμαν τίποτε κακόν, εκτός εάν είνε κωφοί και δεν ακούουν.

Αυτοί τον έκαμαν κ' έστειλε στην Καισάρεια τον Ύπαρχο το Μόδεστο, με παραγγελιά να καταπείση το Βασίλειο να γυρίση με τους Αρειανούς, και στην ανάγκη να το γυρίση και στη φοβέρα.

Εγώ θαυμάζομαι, εκείνη απεκρίθη, να σου επροξένησα τόσην αγάπην, επειδή και από το μέρος μου σου ομολογώ, δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως, παρά να λάβω μίαν παρομοίαν κλίσιν προς εσένα· η νεότης σου, η καλή σου διάθεσις, το πνεύμα σου το έξυπνον, και το περισσότερον από όλα, η προτίμησις που έκαμες από τες άλλες ωραίες κορασίδες σε έκαμαν πολλά χαριέστατον εις τους οφθαλμούς μου και τούτη μου η συναπάντησις ημπορεί να σου το βεβαιώση· μα αλλοί εις εμέ, ακριβέ μου Ταλμούχ, ακολούθησεν αναστενάζοντας, δεν ηξεύρω τάχατες να χαρώ τούτην την απόκτησιν, ή να θρηνήσω την δυστυχίαν μου που ημπορεί να μου συμβή.

Ετελείωσαν το πτωχικόν των δείπνον και έβαλε τ' αδέλφια της να κοιμηθούν, αφού έκαμαν και τα τρία τον σταυρόν των. Πεταχτή, πεταχτή, ητοίμασε και όλα όσα θα εχρειάζοντο το πρωί διά να μην έχη αυτήν την φροντίδα η μητέρα της· λυπημένη και κουρασμένη η μητέρα είχε γύρει και είχεν αποκοιμηθή. Αλλ' η Φρόσω δεν έστρωσε να κοιμηθή και αυτή.

Ημείς όμως, φίλε μου, δηλαδή εγώ και ο φίλος απ' εδώ ο Μέγιλλος, ισχυριζόμεθα ότι η πεζή μάχη εις τον Μαραθώνα και τας Πλαταιάς, η μεν μία έκαμε την έναρξιν της σωτηρίας της Ελλάδος, η δε άλλη επέφερε το τέλος, και αύται μεν έκαμαν τους Έλληνας καλλιτέρους, εκείναι όμως όχι καλλιτέρους διά να εκφρασθώμεν ούτως πως περί των μαχών, αι οποίαι γενικώς μας έσωσαν τότε.