United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εβραχώθησαν, καθώς βραχώνεται η μεγάλη χονδρή απετονιά με το μέγα άγκιστρον και με το γενναίον δόλωμα εις το θαλάμι, κάτω εις τον πυθμένα εις τα ανεξερεύνητα βάθη, ανάμεσα εις βράχους ριζωμένους και εις φύκη και όστρακα.

Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα λαρύγγια δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε τρόπο, βραχνά, πένθιμα, παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... Όλοι το έλεγαν και το αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή στην ψυχή τους.

Παρήγγειλεν ο καπετάν-Παρμάκης προς τον κυρ-Δημάκην, όστις απορρίψας την χλαίναν επί τινος σκοπέλου κ' εξαγαγών την μάχαιραν από της ζώνης του, ήρχισε ν' αποσπά από των πετρών ευώδη, ευμεγέθη όστρακα παντοδαπά, τα οποία έθετεν εντός μανδηλίου, όπερ ως σακκίδιον εκρέμασεν από της ζώνης του.

Με την χλαίναν του εκάλυψε τα νώτα αναλαβών αυτήν από του βράχου, και κατεβίβασε το βρακίον, περιενδύσας τας γυμνάς κνήμας του. Τας περικνημίδας και τα υποδήματα είχε καταλίπει εις την λέμβον. Εξεσφενδόνισεν εις την θάλασσαν το μανδήλιον και τα όστρακα μετά μίσους και αποστροφής, ως τι κατηραμένον πράγμα. Ο ήλιος μετ' ολίγον έδυεν.

Είνε μέσα καταμεσής ς' την Σταμπούλ. Μυρμηκιά γύρω τα τούρκικα σπίτια. Σ' το Βεφά-Μεϊντάν. Πίσω ς' την αυλίτσα ς' ένα μεγάλο χάνι που δουλεύουν Αρμένιοι υφανταί. Εκεί είνε ο τάφος του Παλαιολόγου σκεπασμένος με λιθάρια ρυπαρά και όστρακα από δε την υγρασίαν οπού υπάρχει εκεί, εφύτρωσαν αγριόχορτα διάφορα.

Ήτο γαλήνη εντελής· η θάλασσα μάρμαρο, λάδι, όπως λέγουν οι θαλασσινοί· εμάγευεν η θέα του ομαλού εκείνου καθρέπτου, οπού εδείκνυεν όλους τους θησαυρούς του πυθμένος του, σαν να σου έλεγε· «Εμπιστεύσου εις εμέ αμέριμνοςΚαι τα κοχλίδια τ' ασπρογάλαζα εις το βάθος και τα ψαράκια τα πολυειδή και πολύχρωμα, όπου έτρεχαν εδώ κ' εκεί με χάρι, σχίζοντα τα διαμαντένια νερά, και τα φύκη και τα βρύα και τα ζωόφυτα και τα όστρακα, όλα ήσαν μία χαρά, την οποίαν οι επιβάται της βάρκας εξεδείλουν θορυβωδέστατα.

Από της χαμηλής οροφής, κατάμαυρης ως οροφής χωρικού μαγειρείου, εκρέμαντο φιδοπουκάμισα, ταλαντευόμενα υπό της πυράς, ταριχευμένοι γυπαετοί, κόρακες, ράμφη περιστερών, δαγκώνες καρκίνων, πόδες σκορπιών, οδόντες κάπρων και κεφαλαί δενδρογαλιάς και ανηλιάγου· επί δε του πατώματος, φύρδην μίγδην εις τας γωνίας, ήσαν ανερριμένα πολύχρωμα ράκη πανιών, τρυπημένα υποδήματα, αντιπροσωπεύοντα τας διαφόρους ηλικίας του ανθρώπου από παιδιού μέχρι γέροντος, όστρακα χελώνης και παντοειδή άλλα σκεύη της μαγγανείας και του διαβόλου.

Κ' εύρισκεν αυτόν ήδη καθ' όλα ηλλοιωμένον. Δεν έβλεπε πλέον επ' αυτού την φοβεράν εκείνην δυσμορφίαν. Εφ' όσον τον παρετήρει καλλίτερον κατέπιπτον μία προς μίαν αι ασχημίαι του όλαι, ως πρόσθετοι και ανεφαίνετο υπερβολικώς ωραίος, αποστίλβων όλος, ως το βασιλόπουλο του μύθου, εξερχόμενον του κλιβάνου όπου άφησε τα όστρακά του.