United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τόλμησα όσα τολμά ο λαός· όχι γιατί τα φοβούμαι, μα γιατί δεν είναι καιρός ακόμα· όσα σήκωνε ο καιρός ο δικός μας, τόλμησα μόνο και θα το καταλάβουν κατόπι οι άλλες γενεές. Από την Πάρο στην Αξιά πήγα με καΐκι κι από τη Χώρα πήγα ίσια στα χωριά.

Κάποιος τώρα πρέπει να φανή. Το ροδάκινο που κρέμεται στον αέρα ψηλά, ποιος θα το κόψη; Ποιος θα ξεχωρίση θάλασσα κι ουρανό; Ποιος θα ζωντανέψη και τις πέτρες; Εκείνος θα γίνη «άλλος Ορφές». Ομπρός το λοιπόν, και μη φοβάστε. Άγαλμα θα του φτειάσουμε, σας λέω. Φέρνουμε και μάρμαρο από την Πάρο. Γιατί βγήκα στο ταξίδι και τι γυρέβω, δεν το κατάλαβα ακόμη.

C. | Τούτου τεθέντος, πρέπει τώρα να εξετάσωμεν την επα- κολουθούσαν ερώτησιν, δηλαδή καθ' ομοιότητα τίνος ζώου συνέ- στησε τον κόσμον ο συστήσας αυτόν; Με ουδέν βεβαίως, από όσα έχουσι φύσει χαρακτήρα μέρους , θα δυνηθώμεν να τον παρο- μοιώσωμεν διότι κανέν, όπερ ομοιάζει με ατελές πράγμα, δύνα- ται ποτε να γίνη ωραίον.

Τα ίδια και μεις όλοι· γυρέβουμε, ψάχνουμε, πολεμούμε, καμιά αλήθεια να φανή, να πάρουμε την αναπνοή μας, να διή ο κόσμος από τι μέρος βγαίνει ασπράδα. Όλα τάλλα η θάλασσα τα σκεπάζει. Από την Πάρο βαστώ και γω. Παρκιώτης είταν της μητέρας μου ο πατέρας. Από την Πάρο βαστώ κι ας πα να λεν οι δασκάλοι. Το μέτρο μ’ αρέσει και πολύ μέτριος είμαι. Νομίζουν πως στη γλώσσα που γράφω τα τόλμησα πια όλα.

Μήτε κρύο πολύ κάνει στην Πάρο, μήτε πολύ ζέστη· τα σοκάκια της είναι μικρά, όπως και τα σπιτάκια. Όλα της είναι ήσυχα, φρόνιμα, καλούτσικα, γελαστά, όλα της έχουν κάποιο μέτρο και κάποιο γούστο. Κ' η θάλασσα στην Πάρο δεν ξέρει από φουρτούνες· εκεί, κάθε χρόνο, το καλοκαίρι, έρχουνται τα σφουγγαράδικα και ψαρέβουνε δίχως φόβο.

Έκαμα και δυο τρεις γλωσσολόγους. Γλωσσολογικές κουβέντεςκουβέντες κι όχι φιλονικίεςείχαμε κάτω στα χώρα της Αξιάς, κάθε βράδυ στο τραπέζι, με τον καλήτερο απ' όλους τους Χωρεσιανούς. Γνωριστήκαμε στη Σύρα, στο ξενοδοχείο. Πήγαινα στην Πάρο, εκείνος στην Αξιά. Κοίταζε από το παράθυρο και πρόσμενε όλη μέρα να με φέρη το καΐκι, μην τύχη κ' έρθω και δεν πάω στο σπίτι του.

Οι αμμουδιές της είναι χαριτωμένες, τα κύματά της φοβερά, οι ανερούσες εκείνες που σε παίρνουν και σε παρασέρνουν και δε σ' αφίνουνε πια. Κ' η αγάπη τέτοια είναι· έχει αμμουδιές κι ανερούσες. Θέλω κ' η ποίηση να είναι τέτοια, θέλω να μοιάζη της Άντρος, να είναι χαρά και τρομάρα. Άλλη πάλε είναι της Πάρος μου η νοστιμιά. Η Πάρο βουνά δεν έχει· έχει ραχούλες.

Ο Νίκαντρος είναι πατέρας μου, πατρίδα μου η Πάρο, όνομα είχα Σωκρατέα· πεθαμμένη, μ' έβαλε ο Παρμενίωνας ο σύζυγός μου στον τάφο· μου έκαμε και τούτη τη χάρη, ένα μνήμα της τιμημένης μου ζωής και για τους κατόπι αθρώπους. Και μένα, χωρίς να προσέξη το νεαρό μου βρέφος, η πικρή Εριννύα της αιμορραγίας χάλασε το γλυκό μου το βίο.