United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λοιπόν και τα ζώα τα εμοιράσθησαν κατά γένη και αγέλας ως θείοι βοσκοί οι δαίμονες, και έκαστος ήτο ανεξάρτητος εις όλα όσα διηύθυνε μόνος του, ώστε ούτε άγριον υπήρχε τίποτε, ούτε αλληλοφαγώματα, και ούτε πόλεμος ούτε διχόνοια όλως διόλου. Και ημπορούσε να αναφέρη κανείς χίλια άλλα, τα οποία συμβαδίζουν με αυτήν την διάταξιν των πραγμάτων.

Πλην όλαι αύται αι υποθέσεις είνε όλως αστήρικτοι, και αναιρούνται εξ αυτών των εκφράσεων της αφηγήσεως. Ο Άγ.

Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε. — Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα. ς' Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό.

Και νομίζω ότι ερωτούν ως εξής: Καλέ Θεαίτητε, εκείνο το οποίον είναι όλως διόλου διάφορον πράγμα, μήπως έχει καμμίαν δύναμιν κοινήν κάπως με το άλλο; Αλλά μη νομίσης ότι αυτό το οποίον ερωτώμεν είναι εν μέρει μεν το ίδιον, εν μέρει δε διάφορον, αλλά ότι είναι εντελώς διάφορον. Θεαίτητος.

Διότι η φύσις ημών εις τον παλαιόν καιρόν δεν ήτον οποία η τορινή, αλλά όλως διόλου διάφορος. Και πρώτον τα γένη των ανθρώπων ήσαν τρία, δεν ήσαν όπως τόρα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν, αλλ' υπήρχεν ακόμη και τρίτον γένος, αποτελούμενον από τα δύο πρώτα, του οποίου μόνον το όνομα διεσώθη, αυτό δε εξηφανίσθη.

Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ειμπορώ να χωνέψω. Ως που να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία. — Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του.

Προβάς δε εις αυτό το διάβημα, ενόμιζεν ότι έπραξεν ευσεβή πράξιν και ήτο ενδομύχως όλως διόλου ατάραχος.

Ο Μάχτος ησθάνθη σπαραγμόν, και η τελευταία αύτη φράσις εκόπη εις δύο πριν ή εξέλθη εκ των χειλέων του. Μετά την ανησυχίαν, ην πρότερον ησθάνθη, τώρα του ήρχετο υπόνοια και ζηλοτυπία όλως αδικαιολόγητος. — Και τι θέλεις να κάμω, μικρέ μου; — Να σου λέγη πού θα πάγη, να το ξεύρης. — Πού θα πάγη; Αυτή κάμνει όλαις ταις δουλειαίς. — Αλλά δεν την ηύρα πουθενά. — Τι την ήθελες; — Θέλω να της 'πω.

Από αυτά λοιπόν έκαστος λαμβάνει με την διάνοιάν του διαφοροτρόπως, και άλλοι μεν δεν βασίζονται διόλου εις την γενεάν των δούλων, αλλά, καθώς την φύσιν των ζώων, με κέντρα και με μάστιγας όχι τρεις φοράς μόνον κτυπούν και κάμνουν δουλικάς τας ψυχάς των δούλων. Άλλοι δε πάλιν κάμνουν όλως τα αντίθετα από αυτά. Αμέ τι;

Πώς μου τα είπες; Τάκαμα όλα σαλάτα μέσατο κεφάλι μου, όπως κι' επάνωτο τραπέζι μου. Εδώ έγεινε, βλέπεις, σωστό εμπορικό. — Δεν μου είπες πως τα θυμάσαι ψες, που σου τα είπα πέντε φοραίς; Όλως διόλου αδέξιος, καϋμένε Σπύρο; Γι' αυτό τα πρόκοψεςτο εμπορικάκι. — Μα ένα σωρό πράγματα! Ανακατώθηκαντο κεφάλι μου όπως καιτο τραπέζι μου.