Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τας αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ήρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιόνα, ώστε να δύνανται οι άνθρωποι να βαδίσωσιν.

Μπάρμπα-Σταύρο! Αλλ' η φωνή προσέπεσεν αθλίως επί των χιόνων απομείνασα παγωμένη, νεκρά και άηχος! Ουδείς απήντησε. Μόνον οι υπόκωφοι κρότοι των υπό την χιόνα θραυομένων ελαιών ηκούοντο πάντοτε, γοερώς και επωδύνως αντηχούντες εις τα ώτα των οδοιπόρων. Έφθασαν εις το τελευταίον ίχνος του υποδήματος. — Μα αναλήφθηκες, Μπάρμπα-Σταύρο; παρατηρεί τότε είς των οδοιπόρων.

Το φκυάρι, Κρατήρα, γρήγορα το φκυάρι! Και λαβών ο γέρων μικρόν κ' ελαφρόν πτύον σιδηρούν ήρχισε πάραυτα να σκορπίζη την απαλήν και παρθενικήν χιόνα, εδώ κ' εκεί σωρεύων αυτήν, και προσπαθών να διανοίξη πρόχειρον δίοδον προς την θύραν της αυλής, και προς το μέρος όπου ηκούετο ο γρυλλισμός του χοιριδίου. — Το καϋμένο το γουρνόπουλο, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταύρος καταγινόμενος εις αυτήν την εργασίαν.

Μ' όλον ότι τρεις ημέρας κατά συνέχειαν οι Έλληνες διά την επιθυμίαν των λαφύρων περιήρχοντο ερευνώντες εις τα μέρη όπου ήτον ελπίς ότι διεσπάρησαν οι εχθροί, πολλά πτώματα δεν ευρέθησαν, διότι εσκεπάσθησαν από την χιόνα, και τούτο έδωκεν αιτίαν να υποτεθή κατ' αρχάς η φθορά των εχθρών όχι τόσον μεγάλη, όσον πραγματικώς ήτον· ακολούθως όμως, λυομένης της χιόνος και ανακαλυπτομένων των πτωμάτων, εγνώσθη το μέγεθος της φθοράς των εχθρών.

Καλώς ταδέχθης, της είπε μειδιών. «Καλώς ταδέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε; — Έλαβα ένα γράμμα διά σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του. — Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω; Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου.

Περί δε των πτερών με τα οποία λέγουσιν οι Σκύθαι ότι είναι πλήρης ο αήρ, τόσον ώστε μήτε να ίδη τις δύναται μήτε να προχωρήση προς το μέρος της ηπείρου, ιδού ποία είναι η γνώμη μου. Εις τα υψηλότερα μέρη της χώρας ταύτης πάντοτε πίπτει χιών, ολιγωτέρα κατά φυσικόν λόγον το θέρος ή τον χειμώνα. Όστις δε είδε χιόνα πίπτουσαν αφθόνως, εκείνος εννοεί τι λέγω· και τωόντι η χιών ομοιάζει με πτερά.

Τόση χιών, επειδή ήτο νηνεμία καθ' όλην την νύκτα, είχε συσσωρευθή εις τους πυκνοφύλλους κλώνους των, ώστε ούτοι λυγίσαντες προς τα κάτω κατεχώσθησαν κατά πρώτον κ' εκαρφώθησαν στερεώς κάτω εις την παχείαν του εδάφους χιόνα, είτα και άλλης χιόνος συσσωρευθείσης δεν αντέσχον κ' εθραύσθησαν γηραιοί και ογκώδεις κλώνοι, ξεγκλισθέντες οικτρώς από των κορμών.

Με τα σωστά σου, Σταύρο; Παρετήρησεν εκπεπληγμένη η Κρατήρα, ήτις, προ της απροσδοκήτου αυτής ιδέας του συζύγου της να εξέλθη εις τον ελαιώνα, εύρε πολλήν την χιόνα και άβατον, ην πρότερον έκρινεν ολίγην, κολακεύουσα την αδυναμίαν της ως προς τους φούρνους. — Με τέτοιο χιόνι!, επανέλαβε πάλιν η Κρατήρα και προσήνεγκε εις τον σύζυγόν της την μποτίλιαν με το τσίπουρο.

Κατόπιν, όταν ο ήλιος βασιλεύση, αποσύρονται εις την κορυφήν του όρους μέσα εις την λευκήν χιόνα και κοιμώνται εκεί ελαφρά, μέχρις ότου ανατείλη πάλιν ο ήλιος, και τότε πάλιν εμφανίζονται εκ νέου. Αυταί αγαπώσιν ιδίως τα άνθη, της πεταλούδες και τους ανθρώπους και μεταξύ των ανθρώπων ιδιαιτέρως ηγάπων τον εκλεκτόν των Ρούντυ. — Δεν τον αρπάζετε, δεν τον πιάνετε!, έλεγον.

Διά τούτο λοιπόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ιδών την χιόνα εχουχούλιζε τας χείρας του όχι τόσον ένεκα του ψύχους, όσον ένεκα της χαράς του, ότι η ανάγκη θα υπεχρέου την ευλογημένην Κρατήραν να κάμη οικονομίαν. Ποίος θα της φέρη τ' απαιτούμενα με τοιούτον χειμώνα, ποίος θα υπάγη εις τον φούρνον;

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν