United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καββαλλακεύει τ' άλογο και χάνεται 'ςτά γνέφια. Όσο τον κάμπο να διαβή τον έπιασε η χιονούρα. Πιάνει κ' η νύχτα, η καταχνιά θολή κ' η νύχτα μαύρη. Εχάθηκαν γη κι' ουρανός και μοναχά 'μπροστά του Ανεμοστροβιλίζονταν η σπίθαις της χιονούρας. Όσο να φτάση 'ςτό βουνό ρίχνει μια πήχη χιόνι, Και χάν' τη στράτα τ' άλογο.

Κλαίγεστε κι' όντας πέφτουνε τα φύλλ' από τα δέντρα Κ' έρχεται το χινόπωρο κι' ο μαύρος ο χειμώνας, Που η πλάση ξεστολίζεται, που χάνεται κι' ο ήλιος, Που κατεβάζει ο πόταμος, που δέρνουνε τον πύργο Τα φλογερά αστραπόβροντα, κ' η καταχνιαίς τα πλάια, Τους κάμπους τ' ανεμόβροχα, και τα βουνά, η χιονούραις, 'Στους κάμπους ανεμόβροχο, και τα βουνά χιονούρα.

Μ' αν δε ξεκόψη απόψε, Κι' αν η χιονούρα κι η βροχή θα να κρατήση ακόμα Ακέριο ένα μερόνυχτο, φοβάμαι τα ψιμάρνια. — Κυρ Γάκη, μην το μελετάς, πήρε κι' ανασταλάζει Και το δρολάπι ανάριωσε, με την αυγή θ' ανοίξη, Σηκώθη ένα ανεμόχολο. — Χειρότερα, το χιόνι Θα κατεβή πυχτότερο, και αν θα το στρώση χάμου, Τώρα θα γίνη κρούσταλλο. — Νοτίζ' η γης, θα λυώση. Και μη χολοταράζεσαι.

Απόψι πώχουμε βροχή κι' αγέρα και χιονούρα, Δεν θε να βγουν 'ςτή ρεμματιά να παίξουν η Νεράιδες, Θε να χορέψουν 'ςταίς σπηλιαίς, και κάποια θα φιλήσω. Αχ!... να με φίληε, νάπεφτε κι' αυτή 'ςτήν αγκαλιά μου, Βασίλισσα του παλατιού ν' αρχόνταν να την κάμω, Κι' ας έβρεχε, κι' ας χιόνιζε, κι' ας χάνονταν ο κόσμος!... 'Στους κάμπους ανεμόβροχο και 'ςτά βουνά, χιονούρα.

Πλακώνει το σκοτάδι, Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος... Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του, Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο... Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι, Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο. Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.

Απλώθηκε παντού βαθιά και σιγαλή μες τη χιονούρα η νύχτα. Πέρα προς τα μεσάνυχτα, η πόρτα ξαφνικά ανοίγεται. Αλαφιασμένος και αγριωπός, λεφκοχιονισμένος πάνω στα πλούσια τα άρματά του και την κάπα του, στο φοβερό θυμό του μανιασμένος, εμπήκε ο Τρύφος ο φυγόδικος. Τινάζεται ξεμάλλιαγη η γριά, στα πόδια του να πέση.