Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Κατεβαίνοντας κοιτάζω δυο ασπριδερά πράματα κάτω κάτω. Μου ήρθε ζάλη, και θάπεφτα δίχως άλλο, μόνο που πιάστηκα απ' έν' αγριόκλαδο. Σιγά σιγά φτάνω κάτω, με χέρια ματωμένα, φορέματα ξεσκισμένα, καρδιά μαύρη και σκοτεινή. Δεν το πίστευα πως είταν η Χριστίνα εκείνη, με το μικρό της σφιγμένο ακόμα στην αγκαλιά της.

τους ίσκιους καιτους έλατους κούρευα την κοπή μου Και τα μαλλιά ήταν κόκκινα και βάψαν τα ψαλίδια· Να την βοσκήσωτα χλωρά τα ριζοβούνια βγαίνω Και τα χορτάρια κόκκινα ταύρα κι' αυτά βαμμένα· Κατέβηκατον ποταμό να την περιποτίσω Κ' εύρα και τα νερά θολά και κόκκινα βαμμένα· Παίρνω την ακροποταμιά και φτάνωακροβούνι, Εκεί οπού βγαίνει το νερό κι' οπού 'νε ο καταγός του, Κ' είδα κοράσιο οπώσκυψτε κ' έπινε με τα χείλια, Κ' είχε τα χείλια κόκκινα σαν με βαφή βαμμένα Καιόσες βρύσες έσκυφτε να πιη, 'ς όσα ποτάμια, Έβαφαν όλα τα νερά· έβαψαν τα χορτάρια, Έβαψαν και τα πρόβατα, έβαψαν τα ψαλίδια.

Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.

Μέσα το μεσημέρι ακούω άξαφνα δυο τουφέκια μπαμ, στο σταθμό. Το βάζω στα ποδάρια: — Μπα! κακό πόπαθα! Φτάνω στο σταθμό. Το τουφέκι άναψε, τα μολύβια έρχουνταν βου!.. .βου!... βατό κατ' απάνω μας. Τι τρέχει ορέ! Ποιος τουφέκισε; Οι Τούρκοι! κυρ λοχία· κυρ λοχία πέσε κάτου. Πού να πέσω. Τάχασα, σάστισα από το δρόμο, από την κάψα. Με καβαλλικεύουν δυο, με ρίχνουν κάτω. Ήρθα στα σέστα μου.

Μήπως το γνωρίζω τουλάχιστο μονάχα στη δική μου; Μήπως γνωρίζω πως είναι πραγματικότητα μονάχα εκείνο, που φτάνω με το λογικό μου; Είναι αποκλεισμένο να υπάρχη μια πραγματικότητα, που δεν μπορεί να τη φτάση κανείς μόνο με το αίστημα ή, — γιατί όχικαι με τη φαντασία ακόμα; Μου φαίνεται, πως θα είτανε το ίδιο σα να κολόβωνα τον εαυτό μου αν ταπείνωνα το αίστημά μου και τη φαντασία μου τόσο, ώστε να πω πως υπάρχουνε μονάχα για να είναι υποταγμένα στο λογικό.

Τα φιλιά της ήσαν λιγώτερα, αλλά και διαρκέστερα κιόλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι κέκαιγαν κ' αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν. Το Βαγγελιό γύρισε κείπε στη μητέρα μου γελαστή: — Εδά που μάκρυνε και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει μπλειο να τονε φιλιώ. Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν