Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Υπό τα περιστύλια, ανέμενον τον Τετράρχην οι Γαλλιλαίοι, ο ερμηνευτής των Γραφών, ο ποιμενάρχης, ο διοικητής των αλυκών και είς Ιουδαίος εκ Βαβυλώνος ο οδηγών τους ίππους του. Όλοι τον εχαιρέτησαν ανευφημούντες. Μετά ταύτα εξηφανίσθη εις τα ιδιαίτερά του δωμάτια. Ο Φανουήλ προέκυψεν εις την γωνίαν ενός διαδρόμου. — Α! πάλιν συ; Θα έρχεσαι ίσως διά τον Ιωχανάν. — «Και διά σε.

Ο Τετράρχης δεν ανέφερε την πρόρρησιν του Φανουήλ, ούτε τους φόβους του διά τους Ιουδαίους και τους Άραβας. Θα τον ήλεγχεν ως δειλόν. Της ωμίλησε λοιπόν μόνον διά τους Ρωμαίους. Ο Βιτέλλιος δεν του ενεπιστεύθη κανέν από τα στρατηγικά του σχέδια. Τον ενόμιζε φίλον του Γαΐου διότι εσύχναζε εις τον οίκον του Αγρίππα. Ή θα τον έστελλον εις εξορίαν ή ίσως θα τον εκαρατόμουν.

Ο Φανουήλ προσεπάθησε να τον πείση προτείνων ως αντιστάθμισμα την υποταγήν των Εσσηνίων εις τους βασιλείς οι οποίοι εσέβοντο τους πτωχούς τούτους ανθρώπους, τους αδαμάστους εις τας βασάνους, οι οποίοι εφόρουν λευκά και ανεγίγνωσκον το μέλλον εις τα άστρα. Ο Αντίπας ανεμνήσθη την λέξιν την οποίαν προ ολίγου του είπε. — Τι πράγμα ήτο αυτό το οποίον μου ανήγγειλες ως σπουδαίον;

Έπειτα απεσύρθησαν έκαστος από μίαν διαφορετικήν κλίμακα υποχωρούντες χωρίς να παύση ο είς να βλέπη τον άλλον. — «Τον γνωρίζωείπεν η Ηρωδιάς, «ονομάζεται Φανουήλ, και ζητεί να πάρη τον Ιωχανάν, αφ' ου έχεις την τυφλότητα να τον διατηρής!» Ο Αντίππας αντέτεινεν ότι ηδύνατο μίαν ημέραν να χρησιμεύση. Αι κατά της Ιερουσαλήμ προσβολαί του, έφερον με το μέρος των τους λοιπούς Ιουδαίους.

Ο Ιωχανάν δεν εξηρτάτο πλέον απ' αυτόν. Οι Ρωμαίοι ήσαν υπεύθυνοι. Οποία ανακούφισις! Προσκαλέσας δε τον Φανουήλ και δεικνύων εις αυτόν τους στρατιώτας. — Αυτοί είνε ισχυρότεροι! δεν ημπορώ να τον σώσω! πταίω εγώ; Η αυλή ήτο κενή, οι δούλοι ανεπαύοντο. Εις το ερυθρόν χρώμα του ουρανού, το οποίον επυρπόλει τον ορίζοντα, και τα ελάχιστα αντικείμενα εφαίνοντο μελανά.

Εις το βάθος, υπήρχε μια κλίνη εξ εβένου με περιζώματα εκ δοράς προβάτου, και υπεράνω μια ασπίς εκ χρυσού καθαρού έλαμπεν ως ο ήλιος. Ο Αντίπας επροχώρησεν εντός της αιθούσης και εξηπλώθη επί της κλίνης. Ο Φανουήλ ήτο όρθιος. Ύψωσε τον βραχίονά του, και με στάσιν προφητικήν του λέγει. — Ο Ύψιστος αποστέλλει κάποτε εις την γην ένα εκ των υιών του. Ο Ιωχανάν είνε είς εξ αυτών.

Ο Αντίπας διέκρινε τας αλυκάς εις το απέναντι άκρον της Νεκράς θαλάσσης, αλλά δεν έβλεπε πλέον τας σκηνάς των Αράβων. Ωρισμένως θα είχον φύγει. Η σελήνη ανέτελλε και μία ανακούφισις εισέδυεν εις την καρδίαν του. Ο Φανουήλ εξηντλημένος έμενε με την σιαγόνα επί του στήθους. Τέλος ανεκοίνωσε τας σκέψεις του.

— «Είνε πολύ απότομος όταν θυμώση», υπέλαβεν ο Φανουήλ, «αλλ' αδιάφορον! Πρέπει να τον απελευθερώσης.» — «Δεν απολύουν τα οργισμένα θηρίααπήντησεν ο Τετράρχης. Ο Φανουήλ του είπεν. — Μην ανησυχείς πλέον. Θα υπάγη εις τους Άραβας, τους Γαλάτας, τους Σκύθας. Το έργον του πρέπει να εξαπλωθή εις τα πέρατα της γης! Ο Αντίπας εφαίνετο ως να εβυθίζετο εις έν μακρυνόν όραμα.

Άμα ανέτειλεν ο ήλιος δύο άνθρωποι, εκείνους τους οποίους είχε στείλει ο Ιωχανάν ως απεσταλμένους επανέκαμψαν κομίζοντες την απάντησιν την οποίαν επί τόσον καιρόν ανέμενε. Την ενεπιστεύθησαν εις τον Φανουήλ ο οποίος έγινεν έξαλλος από χαράν. Ο Φανουήλ τότε τοις έδειξεν το απαίσιον αντικείμενον επί του πίνακος εν μέσω των λειψάνων του συμποσίου.

Ύστερα από ένα ταχυθάνατον γάμον της ουδέ εφαίνετο ποτέ έξω, κλεισμένη εις τον οικίσκον της μέσα, αυτή με την μακράν της χηρείαν, εν προσευχαίς και νηστείαις διάγουσα, ως άλλη Άννα Φανουήλ, και μόνον εις την γειτονικήν της Εκκλησίαν της Παναγίας της Λημνιάς επήγαινε σκυφτή- σκυφτή πρωί και βράδυ, παρακολουθούσα τους εσπερινούς και τους όρθρους, ως κανδηλανάπτρια. μ' ένα σάλι μαύρο σκεπασμένη.

Λέξη Της Ημέρας

σαδδουκαίον

Άλλοι Ψάχνουν