Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Σεπτεμβρίου 2025


Έκυψε και ψηλαφήσας επί στιγμήν, αφήρεσεν εκ του τοίχου ένα λίθον εις ύψος μέχρι της οσφύος ανθρωπίνου αναστήματος· είτα υψώσας την χείρα αφήρεσε δύο προσέτι λίθους εις ύψος υπέρ την κεφαλήν του.

Τέλος ενόησεν ότι έζη, αλλ' ήτο βεβυθισμένη εις βαθείαν λιποθυμίαν. Ο Βράγγης δεν εδειλίασεν εξηκολούθησε να εφαρμόζη τα γνωστά αυτώ πρόχειρα μέσα της θεραπείας. — Ω, θεέ μου, έλεγε, φωτιά, να είχα τρόπον ν' ανάψω φωτιά. Υψώσας το βλέμμα προς την κορυφήν του υψηλού βράχου, είδε μετά χαράς ότι ο άγνωστος δεν ήτο πλέον εκεί.

Όι, δεν επέρασε, μωρέ ταυλόπιστε, η γιανιτσαριά και θα το 'δης, είπεν ο Τούρκος απωθήσας με σφοδρότητα τον προεστόν. Οι Τούρκοι έβαλαν τα χέρια εις τους πασαλίδες· αλλ' εις την στιγμήν ώρμησαν κατ' αυτών διάφοροι νέοι. — Ο χορός να μη σκολάση! εφώναξε και ο Πατούχας και υψώσας ως ρόπαλον βαρείαν καθέκλαν ερρίφθη εις την συμπλοκήν. Η αντίστασις των Τούρκων διήρκεσε πολύ ολίγον.

Αίφνης είς των βαρβάρων διαπρεπής και μεγαλόσωμος, όστις εφαίνετο εξασκών εξουσίαν τινά επί τους άλλους, υψώσας τους οφθαλμούς προς ανατολάς, είπεν αραβιστί·Ομνύω εις τον Αλλάχ, αν πέση ο προδότης εις τας χείρας μου, να τον θυσιάσω ως αυτούς τους τράγους! — Ποίος προδότης; ηρώτησεν είς των συντρόφων του.

Δεν ξεύρεις να δέρνης καλά! Επρόσθεσε δυνατώτερα ο άγνωστος, τον οποίον από τους λόγους του εννοήσαμεν, ότι ήτο ο πατήρ του Αλεξάνδρου. Εγώ να σε μάθω να δέρνης καλλίτερα. Και υψώσας ταχέως την χείρα τουθεέ μου! τι χειρ ήτο εκείνη, και τι κρότον έκαμε! — κατέφερεν αυτήν τόσον βιαίως εις το πρόσωπον του διδασκάλου, ώστε τον εσφενδόνισε κάτω της έδρας του.

Ο Νέρων απέθεσε την φόρμιγγα και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν με φωνήν ενθουσιώδη ανεφώνησε: — Δίκαιοι θεοί! Σας ευχαριστώ διότι με ηξιώσατε να ίδω πόλιν καιομένην.

Οι τελευταίοι ούτοι αποχαιρετισμοί εγένοντο επί του Όρους των Ελαιών· και είτα υψώσας τας χείρας Του ευλόγησεν αυτούς, και, ενώ τους ευλόγει, διέστη απ' αυτών, και ανεφέρετο εις τον ουρανόν και νεφέλη ανέλαβεν Αυτόν, και έγεινεν άφαντος από των οφθαλμών των.

Ενώ ήμην εις τον βρασμόν της πωλήσεως, ήκουσα αίφνης κρότον αντικρύ μου και, υψώσας τους οφθαλμούς, είδα εις την απέναντι μου οικίαν νέαν ξανθήν ανοίγουσαν το παράθυρον και στηλόνουσαν τα φύλλα του, τα οποία ο άνεμος εκτύπα επί του τοίχου. Αφού τα εστήλωσεν, εσταύρωσε τους βραχίονας επί του παραθύρου και στηρίξασα επί των βραχιόνων το στήθος έστρεψε προς εμέ το πρόσωπον.

Τα λουλούδια 'νε για τσοι ντεληκανήδες, είπεν ο Σαϊτονικολής μειδιών και ώθησε τον Μανώλην, όστις υψώσας τους βραχίονας, σχεδόν μέχρι του παραθύρου, ήρπασεν εις τον αέρα τα άνθη, κατακόκκινος, αλλά και ευχαριστημένος διά το τόλμημά του. Εις το σπίτι ο Μανώλης έφθασε κατεχόμενος υπό πρωτοφανούς κοπώσεως και ζάλης.

Υψώσας τότε την κεφαλήν και παρατηρών την νέαν απελευθέραν υπεράνω των ώμων της Λιγείας: — Παρήλθον, Ακτή, είπεν, οι χρόνοι οπότε ανεκλίνεσο παρά το πλευρόν του Καίσαρος εις τα συμπόσια· λέγουν δε ότι κινδυνεύεις να τυφλωθής· πώς ημπόρεσες λοιπόν να αναγνώσης τόσον καλά εις το πρόσωπον του Καίσαρος;

Λέξη Της Ημέρας

παραχωρήσουν

Άλλοι Ψάχνουν