United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μια πνεματική, που τον ξανάνιωσε κιόλας, η άλλη υλική, που λες και τονέ στέριωσε ανάμεσα στα μανιασμένα τα κύματα. Η πρώτη θεϊκή, ανθρώπινη η δεύτερη. Ο Χριστιανισμός, κι ο Μεγάλος ο Κωσταντίνος. Μα ίσως τρέχουμε.

Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ». Κι' ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια, να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων η όψες η ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψι, ώμοιαζαν τον μυσοσυγνεφιασμένον κι' αγέλαστον ουρανό μας. Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι' εκεί τίποτε δεν ειξέρουν. Ο Δεσπότης ορμηνεύ' ησυχία κι' υπομονή.

Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι oυρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ' ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πηγαίνει να διδάξη τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του.

Παθαίνουμε τις ίδιες αρρώστειες με τους ποιητάς κι ο τραγουδιστής μας δανείζει τον πόνο του. Πεθαμένα χείλη μας στέλλουν μήνυμα και καρδιές που έλυωσαν μπορούν να μας μεταδώσουν τη χαρά τους. Τρέχουμε να φιλήσουμε το ματωμένο στόμα της Φαντίνας κι ακολουθούμε τη Manon Lescaut σ' ολόκληρου του κόσμου τον γύρο. Δική μας η ερωτομανία του Τυριανού, κι ο τρόμος του Ορέστη κι αυτός δικός μας.

Αυτή είνε, απεφάνθη ο κυρ-Μοναχάκης· να τα γυρίσουμε κατά κει παιδιά· να ορτσάρω... — Πού πάει από 'κεί; ηρώτησεν είς ναύτης. — Πάει στον Άι-Νικόλα· το συντομώτερο δρόμο, βλέπεις, διαλέξανε· κ' ημείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο. — Να τα γυρίσουμε, παιδιά! έκραξεν ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ γλήγορα να τα γυρίσουμε· σία ένας, να ορτσάρω!

Μα δεν ετελείωσε ο μήνας για να κλείση το νοίκι... Τι να κάμω, ξέρω κ' εγώ;... Θέλεις να τρέχουμε στης αστυνομίαις;... Όποιος έχει κάμαραις και νοικιάζει, τον μπελά του βρίσκει... έχει να κάμη με λογιών-λογιών ανθρώπους, κορίτσι μου...

Τρέχουμε και με φύλλο εμείς ζεφύρου, αν είναι ανάγκη, 415 π' αγέρα απ' όλους πιο αλαφρύ τον λένε· όμως εσένα σ' τόγραψε η μοίρα από θεό να σκοτωθείς κι' όχι άντραΕίπε, κι' αμέσως τη φωνή του πήρανε οι Κατάρες.

Οι δικοί μας οι μιναρέδες είναι &γκρεμνισμένοι& χρόνια κ' αιώνες, κι ως τόσο τρέχουμε ακόμα στα χαλασμένα θεμέλιά τους κι ακκουμπούμε, μην τύχη και πέσουν! Να τo δούμε πώς έπεσαν, να μαζέψουμε τα σκόρπια λιθάρια και να τους ξαναστήσουμε, από το νου μας δεν περνάει. Θα με ρωτήξης, τι πάνε να πουν όλ' αυτά· θα μου πης πως δεν τα καλονοιώθεις, και να σου ξηγήσω το νόημα.

Πολιτική που μας δόξασε, μα μας κόστισε κι ακριβά η δόξα εκείνη. Ας μην τρέχουμε όμως. Ας δούμε πρώτα τι πράμα είταν ο Ιουστίνος. Λαμπρός στρατιώτης, κι' ας είταν τώρα εβδομηντάρης περίπου· ορθόδοξος, και σ' αυτό δα φαίνεται πως χρωστούσε και την κορώνα του· Φίλος των κυανών του ιπποδρομίου, πάει να πη και με βοηθούς τόσο δυνατούς που δεν τόλμησε ο Βιταλιανός να του φέρη δυσκολίες.