United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τι έχεις, Τουανέττα; γιατί κλαις; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αλλοίμονο! έχω να σου πω μια θλιβερή είδησι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ε! Τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πατέρας σας . . . . πέθανε . . . . ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ο πατέρας μου πέθανε; Τι λες, Τουανέττα; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, κυττάχτε τον εκεί. Τώρα μόλις εξεψύχησε, ύστερα από μια λιποθυμία, που τον έπιασε. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! Θεέ μου! τι δυστυχία! τι σκληρό κτύπημα!

Αν δεν κάνουν άλλο τίποτε οι φωνές τους, όμως καταστρέφουν ολότελα την πίστη του Έλληνα στο ελεεινό Ε λ λ α δ ι κ ό κράτος. Όλα αυτά ετοιμάζουν την κοινωνική επανάσταση. Με τον κ. Σκληρό δεν είμαι σύμφωνος ότι το έθνος δεν είναι ανθρωπινό, παρά είναι σκιά έθνους. Συμφωνώ όμως ότι το κράτος είναι ελεεινό.

« Μες' των Αγράφων τα βουνά » Βρισκόμουν, και μαθαίνω » Το θάνατό σου το σκληρό. » Τότε καιρό δε χάνω· » Πετάω 'σάν την αστραπή » Απ' τα βουνά απάνω, » Και φθάνω κάτωτη Γραβιά » Και μες 'ςτό χάνι 'μπαίνω

Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480 και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα του καραβιού την έρριξεν εμπρόςτην μαύρην πλώρη, εγγύς, ώστ' εκοντόφθασετου πηδαλιού την άκρα• και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος. ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485 απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση. κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι, και τους συντρόφουςτα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν, να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490 αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• «άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις; είδες πετριάτην θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495 κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε. και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη, ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου, με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει».

Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα Έχθρα κρυφή, παντοτεινή, για τάνθη, για ταστέρια Για του παιδιού την ευμορφιά, κ' έτρωγε με το μάτι Ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη. Έκλωθε τη σαπύλα του στρωμένοςτα ξεσκλίδια Που τώφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.

Το σίδερο έσκιζε με κόπο το λεπτόγαιο χωράφι, που αντιστέκετο όσο μπορούσε, λες και δεν ήθελε ν' ανοίξη τα σπλάγχνα του στο κρύο, το σκληρό, το άπονο σίδερο.