United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπεν αίφνης. Αν προφτάσω! — Γιατί, μάννα; είπεν εν αγωνία η Δελχαρώ. — Γιατί . . . με γυρεύουν για να με φυλακώσουν. — Αλήθεια; . . . Εσύ το έρριξες, μάνα, το κορίτσι στο πηγάδι;! — Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! . . . Αυτό δεν το έκαμα, είπεν η Φραγκογιαννού. — Τότε; . . . — Σιώπα! — Η αμαρτία σε κυνηγά, μάνα, είπε δειλώς η Δελχαρώ. — Σιώπα!

Ω, το μεγαλείον του «Γενηθήτω φως» είνε ακαταλήπτου Θεού καταληπτόν μεγαλείον· αλλά το μεγαλείον του Θεού, γενομένου ανθρώπου, επιτιμώντος την τρικυμίαν, μ' εκείνο το «Σιώπα πεφίμωσοείνε πολύ καταπληκτικώτερον.

Υπάρχει άφατος δύναμις και ζωηρότης εις το «Σιώπα, πεφίμωσο», του Μάρκου, και ο παρακείμενος της προστακτικής σημαίνει, ότι το αποτέλεσμα ώφειλε να είνε ακαριαίον και αποφασιστικόν. Ούτε εις την απωτέραν όχθην έμελλε να εύρη ο Ιησούς ησυχίαν και ανάπαυσιν.

Με αντίκοψεν ευθύς εδώ ο νέος, και γυρίζοντας προς τον Κατήν λέγει· Αφέντη, ήξευρε πως αυτός έχει προητοιμασμένον ένα μύθον· αυτός θέλει σου διηγηθή πράγματα παράξενα, να μη τον πιστεύσης. Σιώπα εσύ, του λέγει ο Κατής, θέλω να τον ακούσω. Μίλησε, μου λέγει· και σε βεβαιώνω πως θέλω κάμει δικαιοσύνην.

Εκείνο πώχειςτην καρδιά, δεν έχεις και την τόλμην να φανερώσης μ' έργα σου, με την παλληκαριά σου; Θέλεις αυτά που εκτιμάς ως στολισμόν του βίου, και άνανδροςτην ίδια σου εκτίμησιν να ήσαι; θέλεις ν' αφίνης πάντοτε κατόπιν απ' το &θέλω& ν' ακολουθή το &δεν τολμώ&; ΜΑΚΒΕΘ Παρακαλώ, σιώπα! Τολμώ να κάμω κάθε τι οπού αρμόζειάνδρα. Εκείνος που πλειότερον τολμά, δεν είναι άνδρας!

Τι είν' αυτό που 'πρόβαλε, 'σάν τέκνον βασιλέως, και του στολίζει ο χρυσός της βασιλείας κύκλος το βρεφικόν του μέτωπον: ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Σιώπα κι' άκουέ το! ΤΟ Γ' ΦΑΣΜΑ Έχε ανδρείαν λέοντος και μη φοβού κανένα. Συνωμοσίαν μη ψηφάς, ή γογγυσμούς, ή στάσιν! ο Μάκβεθ δεν θα νικηθή, εκτός εάν κινήσητην Δουνσινάνην ν' αναιβή το δάσος της Βερνάμης!

Ο ήλιος όστις κατέλαμπε τα φύλλα, έκαμνε να γυαλίζουν και τα κομβία της στολής των τα προ μακρού χρόνου αγυάλιστα. Ήσαν οι χωροφύλακες. Πάραυτα η Φραγκογιαννού έστρεψε τα νώτα προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον, κ' έτρεξε προς την ρίζαν του πετρώδους βουνού, προς δυσμάς. Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος·Πού πας, θεια Γαρουφαλιά; — Σιώπα! παιδί μου του εσύριξεν έντρομος η γυνή, αν αγαπάς τον Χριστό!

Και τοιαύτη πράγματι είνε η αρχαία και αναλλοίωτος παράδοσις της τε Ανατολικές και Δυτικές Εκκλησίας, είνε δε η μόνη εκ των ολίγων, εις τας οποίας, καίτοι σιωπά περί αυτών η ιστορία των Ευαγγελίων, δυνάμεθα να προσδώσωμεν λογικήν τινα πιθανότητα.

Ο Χίλων, αφού διέκρινεν εις την γωνίαν του θαλάμου κλίνην, και επί της κλίνης ταύτης τον Βινίκιον, διηυθύνθη προς τον τριβούνον, χωρίς να παρατηρήση κανένα, πεπεισμένος ότι πλησίον εκείνου ήτο περισσότερον ασφαλής ή πλησίον άλλου. — Ω! αυθέντα, διατί δεν ηκολούθησες τας συμβουλάς μου; ανέκραξε σταυρώσας τας χείρας. — Σιώπα, είπεν ο Βινίκιος, και άκουσον.

ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Έχεις αδελφήν ομομητρίαν, την θαυμαστήν Οκταβίαν ο δε μέγας Αντώνιος διατελεί τώρα εν χηρεία. ΚΑΙΣΑΡ. Σιώπα, Αγρίππα· αν σε ήκουεν η Κλεοπάτρα θα σε επέπληττε δικαίως διά την προπέτειάν σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν είμαι έγγαμος Καίσαρ, άφες τον Αγρίππαν να εξακολουθήση.