Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ο Τζατσίντο τότε κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του. «Βλέπεις; Βλέπεις; Ούτε μια λέξη πόνου δεν βγάζεις από το στόμα σου! Ούτε ένα δάκρυ! Και να σκεφτείς ότι πέθανε για σένα, άθλιε! Πέθανε από τον πόνο της για σένα.» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε να τρέμει.
Αργότερα ένας νέος παροξυσμός του πόνου τον έκανε να διπλωθεί στα δυο και να μελανιάσει και ενώ οι κυράδες του έστελναν να φωνάξουν το γιατρό εκείνος άρχισε να παραληρεί. Η κουζίνα γέμιζε με φαντάσματα και το τρομερό ον, που δεν έπαυε να τον χτυπά, του φώναξε στο αυτί: «Εξομολογήσου! Εξομολογήσου!»
Πλην σύμβουλος του πόνου του εκείνος είναι μόνος· Δεν λέγω σύμβουλος καλός, — πλην τόσον πιστευμένος, τόσον κρυφός και μυστικός, τόσον βαθειά τον χώνει... 'σαν άνθος 'που το 'δάγκασε φαρμακερόν σκουλήκι, πριν τα ευώδη φύλλα του τ' απλώση 'ς τον αέρα, και δώση αφιέρωμα το κάλλος του 'ς τον ήλιον. Αν ήτο τρόπος την πηγήν της λύπης του να 'ξεύρω, θα ήτο μόνη μου χαρά το ιατρικόν να εύρω .
Η ιδέα ότι παλαίεις μόνος κατά του πόνου και του θανάτου, έχει τι το δυνάμενον να ικανοποιήση την φιλοτιμίαν σου. Σου παρέχει ευκαιρίαν να παρομοιάσης τον εαυτόν σου προς τον μεγάλον ήρωα του Αισχύλου, τον Προμηθέα Δεσμώτην, όστις απέμεινε κ' εκείνος επί του ερήμου βράχου του μόνος μετά του σπαράσσοντος το ήπαρ του γυπός, αφού τον εγκατέλειψαν αι άσπλαγχνοι Ωκεανίδες.
— Δέσποτα, εστέναξεν ο Βινίκιος, σφίγγων ισχυρότερον τους πόδας του Αποστόλου, δέσποτα, εγώ είμαι ένας ουτιδανός σκώληξ, αλλά συ, ο αυτόπτης του Χριστού, παρακάλεσέ τον δι' αυτήν. Ο Πέτρος συνεκινήθη εκ του πόνου εκείνου. Εις την λάμψιν των ατραπών, αίτινες διέσχιζον τον ουρανόν από καιρού εις καιρόν, ο Βινίκιος εθεώρει τα χείλη του Πέτρου, καραδοκών την απόφασιν της ζωής ή του θανάτου.
Προσήλθεν αγριωπός, — ήτο άνθρωπος εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον εις όλους μας — έβαλε τας φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν εις το θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις μόνον και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον με τόσην κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως τας δύο του χείρας εις την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε πόνου κραυγήν, — την πρώτην που ήκουσεν η τάξις από το στόμα του.
Μητέρα! Και αυτοί οι μεθυσμένοι συνεταράχθησαν από φρικίασιν εις την θέαν των μικρών κεφαλών των αθώων εκείνων προσώπων, συσπωμένων εκ του πόνου ή καλυπτομένων υπό του καπνού, όστις ήρχιζεν ήδη να πνίγη τα θύματα. Αι φλόγες εξηκολούθουν να ανέρχωνται και κατεβίβρωσκον έν προς έν τα θύματα.
Και σηκώσας το τσιμπούκι του μετά πόνου: — Παληομάγισσαις! εκραύγαζε· και προσεπάθει να κτυπήση την γραίαν, τραυλίζουσαν και απομακρυνομένην. — Ανόμαχτε! Ανόμαχτε! Ως και το παιδί σου εμάγεψες; — Τι είπες; Τι είπες;
Οι ναύται, εν τη πρώρα, ξαλλάξαντες, παρεκάθησαν εις το λιτόν πρόγευμά των, το ανοιχτόκαρδον κολατσιό, συνομιλούντες ως αδελφοί, και με πόνου δακρυσμένα βλέμματα παρατηρούντες αδιακόπως την εξαφανιζομένην πατρίδα. Οι ναύται την αγαπούν την θάλασσαν, πολύ την αγαπούν, αλλά μόνον την στερεάν ονειροπολούν. Το σώμα των 'ς την θάλασσα κι' ο νους των 'ς την στεργιά.
Ο Έφις όμως ξανάβρισκε την ψυχή του και του φαινόταν ότι γύριζε στο σπίτι του πόνου του σαν τον άσωτο υιό, αφού προηγουμένως είχε σκορπίσει όλες τις ελπίδες του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν