United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τούτο ο Κριτίας αναλαμβάνει ν' αφηγηθή τον πόλεμον, όστις ηγέρθη ποτέ μεταξύ των εντεύθεν των Ηρακλείων στηλών και εκείθεν αυτών, οικούντων λαών. Ίνα δε κινήση το περί του πολέμου τούτου ενδιαφέρον, επιχειρεί να γνωρίση εις τον αναγνώστην τους δυο αντιπάλους λαούς, ήτοι τους τότε Αθηναίους και τους κατοίκους της νήσου Ατλαντίδος.

Θα δουλέψει επομένως: θα κάνει τον έμπορο, όπως ο πατέρας του». «Τότε θα έπρεπε να το είχε κάνει προηγουμένως. Οι συγγενείς μας δεν αγόρασαν ποτέ βόδια». «Άλλοι καιροί, Νοέμι, αδελφούλα μου! Εξ άλλου, τώρα οι κύριοι είναι ακριβώς οι έμποροι. Βλέπεις τον Μιλέζο; Λέει: ο Βαρόνος του Γκάλτε τώρα είμαι εγώ».

Αυτός κι' η γυναίκα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και στα υστερνά μώταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν είταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα, αλλά ο θάνατος της μάννας μ'.. — Στάχτη στη γλώσσα τ'ς, παιδάκι μ'!..... Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό...

Ήθελα οι οφθαλμοί μου να μη έβλεπον ποτέ το φως του ηλίου! . . Δυστυχία μου! . . Ουαί! Ουαί! Υψώσας την φωνήν εξέπεμπε σπαρακτικάς κραυγάς. Αλλ' ο Πετρώνιος αιφνιδίως απεφάσισε να ρίψη τον κύβον και να παίξη την τύχην του διά μιας. Τείνας την χείρα, απέσπασε ταχέως το μανδήλιον, το οποίον ο Νέρων είχε περί τον λαιμόν του, και το έθεσεν επί του στόματός του.

Ο Αγαθούλης άκουε προσεχτικά και πίστευε αθωότατα. Γιατί έβρισκε τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη εξαιρετικά όμορφη, αν και δεν έλαβε ποτέ το θάρος να της το πη.

Τούτον δε τον υπερουράνιον τόπον ούτ' εξύμνησεν ακόμη κανείς ποιητής εκ των ιδικών μας εδώ κάτω, ούτε ποτέ θα εξυμνήση επαξίως, έχει δε ούτος ως εξής· διότι οφείλει τις να τολμήση να είπη την αλήθειαν, ιδίως όταν περί αυτής της αληθείας ομιλή.

Στο Τινταγκέλ, ο Βασιληάς την τιμάει και την υπηρετεί. Ζη μέσα στη χαρά. Βέβαια το κουδουνάκι του μαγεμένου σκυλλιού τάκαμε αυτά. Με ξεχνάει, και λίγο τη μέλει για της περασμένες χαρές και λύπες, λίγο την μέλει για το δυστυχισμένο που περιπλανιέται σ' αυτόν τον καταστραμμένο τόπο, Κ' εγώ λοιπόν δε θα ξεχάσω ποτέ κείνη που με ξεχνάει; Ποτέ δε θα βρω κάποια που να γιατρέψη τη λύπη μου

Δεν θα το μαρτυρήσω σε κανένα, Του κάκου. Η γιαγιά δεν ήθελε να μου πη τίποτε... Ύστερα από λίγες μέρες έκλεισε τα μάτια της και πέθανε. Ήρθαν και την πήρανε με ψαλμωδίες και λιβανητά. Πήγαινα κ' εγώ πίσω, με τα δάκρυα στα μάτια. Η γιαγιά έφευγε για πάντα κ' έπαιρνε μαζή της το μυστικό. Το πήρε μαζή της κάτω από τα ψηλά κυπαρίσσια. Ποτέ μου δεν έμαθα το τέλος του παραμυθιού.

Προτίμησα τη Γύφτισσα, διότι οι Εβραίισσες δε βγαίνουν ποτέ από την πολιτεία και μάλιστα να κατοικούν σε σπήλια, ενώ οι Γύφτισσες πολύ συχνά ζουν στην ερημιά. Πολύ σπάνια και άντρες κάνουν το μάγο, κανένας όμως Χριστιανός. Γύφτοι οι πλειότεροι.

Και σε σας, αθώα μου τέκνα, αν είσθε μεγαλύτερες, πολλές θενά ’χα συμβουλές να ’δινα εγώ° τώρα μονάχα παρακαλέστε ο βίος σας απ’ του πατρός σας πιο ευτυχισμένος κι αγαθός άμποτε να ’ναι. ΚΡΕΩΝ Φθάνουν τα δάκρυα. Πήγαινε μεσ’ στο παλάτι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έστω. Κι ας είν’ ανώφελο. ΚΡΕΩΝ Όλα καλά, όταν γίνονται μεσ’ στον καιρό τους. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ξέρεις πότε θα πάω εγώ; ΚΡΕΩΝ Λέγε κι ακούω.