United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον.

Επήρε φρίξι απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου του γυιού μου. . . Κυττάξετε, παιδιά!. . . ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ . . . — Τον είδες πουθενά να τρέχη; Κατά πού έκαμε; — Τον είδ' απ' αλάργα! . . . Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια. Η Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά.

Και με τούτον τον τρόπον ήλθαμεν εις τα πηγάδια χωρίς φόβον ύστερον από αυτό εκατεβάσαμεν έναν ναύτην εις τα πηγάδια, εις τα οποία ηύραμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην ποσότητα.

Έστειλε και τον Περιστεράς Άγιον και το Σπύρο Γκούμα κ' έναν άνθρωπό του και του πήραν όλο το βιο κι αυτόν με τη φαμηλιά του τους έκλεισαν στα μπουτρούμια του Κάστρου. Κανένας δεν ήξερε την αιτία. 1832 , Όλο το Θερτή και τον Αλωνάρη και τον Αύγουστο δεν έβρεζε στάλα. Γι' αυτό στέρφεψαν και τα πηγάδια των Γιαννίνων όλα κι ο κόσμος όλος πίνει από το νερό της λίμνης.

Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξη, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέση μέσα και να πνιγή, μα κι αν πέση, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο.

« Καραϊσκάκη! κύταξε » Το μαύρο μέτωπό μου, » Και παρατήρα τη βολή, » Που μ' έκαμε το βόλι, » Και άκουσέ με να σου πω, » Εις τη ζωή μου όλη » Πόσαις φοραίς πολέμησα » Τον άνομο εχθρό μου.» «Πρώτα, πρώτα πολέμησα «'Σ το Σούλι, 'ς την πατρίδα. » Καιτους Κουμτζάδες ύστερα, » Στα πέντε τα Πηγάδια, » Κ' εκεί ς' τα Γιάννινα σιμά » Γέμισαν τα λαγκάδια. » Με γενιτσαροπτώματα. » Εκεί! τον Άρη είδα

Αν θέλης, έλα, είπεν η πτωχή γραία. Η Σειραϊνώ εκουβαλούσε στάμνες στα σπίτια από τα πηγάδια και τας βρύσεις του χωριού. Ερρόφα ταμβάκον, ήτο συμπαθεστάτη προς τους πάσχοντας, κ' επαρηγόρει τον γέρο-Γατζίνον και τον γέρο-Ζουμπωτλήν, διδάσκουσα αυτούς πώς να υποφέρωσι τα γηρατεία, οίτινες είχον κοινωνικήν υπόστασιν, και είχον υιούς και θυγατέρας. Κι' αυτή ήτο έρημη και μοναχή εις τον κόσμον.

Τα υπόλοιπα μπερδεύονταν στη μνήμη της: ώρες και μέρες αγωνίας και μυστηριώδους τρόμου όπως όταν έχει κανείς υψηλό πυρετό…. Ξανάβλεπε μόνο το χλωμό και συσταλμένο πρόσωπο του Έφις που έσκυβε για να κοιτάξει καταγής σαν να έψαχνε κάτι χαμένο. « Κυράδες μου, σιωπή, σιωπή!», μουρμούριζε, αλλά ο ίδιος έτρεχε εδώ κι εκεί στο χωριό και ρωτούσε σε όλους εάν είχαν δει τη Λία και έσκυβε να κοιτάξει μέσα στα πηγάδια και κατασκόπευε στις ερημιές.