Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουλίου 2025


Την στιγμήν εκείνην ένας από τους μάγκας, ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, εφώναξεν· — Έ! μπάρμπα-Λούκα! μπάρμπα-Λούκα! να, έρχονται οι ταχτικοί! Εστράφησαν όλοι, και είδον τους δύο γηραιούς χωροφύλακας, με της παληοκαπότες των και με της καραμπίνες των της σκουριασμέναις, που εφάνησαν να κατέρχωνται την ράχιν προς την ακτήν, και μόλις απείχον πεντακόσια βήματα.

Εγώ είμαι κουρασμένος. Γκρου! Χρου!... — Να βράσω ολίγα λάχανα; — Τάντερά σου να βράσης, έγρυζεν ο γέρος. Γκου!.,. Την στιγμήν εκείνην εφάνη καλπάζων ιππεύς, όστις ήρχετο προς την καλύβην. Ηκολουθείτο δε υπό πεζού θεράποντος. Πριν ή φθάση εις την καλύβην, ο ιππεύς επέζευσε και εκάθισεν επί όχθου τινός της οδού. Απείχε δε περί τα πεντακόσια βήματα.

Τότε ο βεζύρης κράζει τον ψαράν κατά μέρος, και του εμέτρησε πεντακόσια χρυσά φλωρία. Εις τον ψαράν, που ποτέ του δεν είχεν ιδεί τόσην ποσότητα εις την εξουσίαν του, το πράγμα εφαίνετο όνειρον αλλ' εβεβαιώθη μετέπειτα, όταν εξωδίαζε με ελευθερίαν διά τας ανάγκας της φαμελιάς του. Αφίνοντας εδώ τον ψαράν θέλω αφηγηθή το τι συνέβη εις τον αρχιμάγειρον εκείνου του βασιλέως.

Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενθυμήθη, ανένηψεν. —Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;... Και δεν έπιε. Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. —Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω;

Μ’ άλλα λόγια, για να προφτάξη η γλώσσα μας τη γαλλική, για να χαλάση καλά και να μας δείξη με την αρχαία, την ίδια διαφορά που έχουν τα γαλλικά σήμερα με τα λατινικά, μας χρειάζουνται χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, αν ξακολουθήση και πάρη η γλώσσα μας τον ήσυχο δρόμο που πήρε ίσια με τώρα. Βλέπετε που οι σημερνοί μας γλωσσολόγοι δε θα διούν τέτοια πρόοδο.

Αλλ' ο φιλόσοφος απείχεν αυτής υπέρ τα πεντακόσια βήματα. Η Αϊμά ησθάνθη ρίγος, και τυλιχθείσα εις το περιώμιόν της έσπευσε να επανέλθη έμφοβος εις το σπήλαιον. Ήναψε τον λύχνον, διότι το σκότος επήλθεν ήδη προ της νυκτός. Φαίνεται δε ότι την ημέραν εκείνην είχε συμβή έκλειψις ηλίου. Μετ' ολίγον ήλθε και ο φιλόσοφος.

Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου. — Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη. Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα.

Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσίαν της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβόλου του κτήματος, και η οικία η ακκουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν όπου ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις το παράθυρόν και έκραξε·

Αυτό δεν το κατάλαβαν οι Έλληνες και πολέμησαν αιώνες ως και το μυαλό τους να σαβανώσουν και να απομουμιώσουν, για να απολιθωθούν εις α ρ χ α ί ο υ ς Έ λ λ η ν ας. Και καταλαβαίνω η τρέλλα αυτή να βαστάει διακόσια, τριακόσια, ας είναι και πεντακόσια χρόνια.

Οι δε Μυσοί, οι Λυδοί, οι Λασόνιοι, οι Καβάλιοι και οι Υγεννείς, δεύτερος νομός, επλήρωνον πεντακόσια τάλαντα. Οι δε τις δεξιάς όχθης Ελλησπόντιοι, οι Φρύγες, οι εν τη Ασία Θράκες, οι Παφλαγόνες, οι Μαριανδυνοί και οι Σύριοι, τρίτος νομός, επλήρωνον τριακόσια εξήκοντα τάλαντα.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν