Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Μικρά λυχνία χωματίνη, έρριπτε πενιχρόν φως εμπρός λευκού τινος πτυχωτού όγκου, ωσεί ανδρεικέλου κυρτωμένου· επί του γυμνού εδάφους εσύροντο εδώ κ' εκεί πλανώμενα βρωμερά ερπετά, των οποίων αι σκιαί εμεγεθύνοντο ή εσμικρύνοντο κατά τας κινήσεις των.

Μπάρμπα Σταμάτη, σήκω! ήρθαν κείνοι πούλεγες... Μας περικύκλωσαν απόξω. Και πάλι τον έσεισε σφοδρότερον εις τον ώμον. Ο γέρο-Σταμάτης έτριψε τα όμματα, έκαμε ν' ανασηκωθή, και πάλιν έπεσεν εις τo πενιχρόν, σκληρόν προσκέφαλον η κεφαλή του. Εν τοσούτω την ανεγνώρισε. — Τι μολογάς, Σοφία; της είπε. Γλυκός ο ύπνος την αυγή.

Επομένως, όταν ο Πέτρος εισήλθεν εις την οικίαν, συναισθανθείς ίσως εν τω μεταξύ ότι η απάντησίς του υπήρξε πρόωρος, ίσως δε και αναλογισθείς ότι κατ' εκείνην την στιγμήν δεν υπήρχον πόροι ούτε προς απότισιν του ευτελούς τούτου ποσού εις τον πενιχρόν των γλωσσόκομον, ο Ιησούς, χωρίς να περιμένη έκφρασίν τινα της αμηχανίας του Αποστόλου, είπεν αυτώ, «Τι φρονείς, Σίμων; οι βασιλείς της γης από τίνας λαμβάνουσι τους φόρους; από τους υιούς των, ή από όσους δεν είνε τέκνα των

Όσοι ποτέ ευρέθησαν εις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου, θα εννοήσωσι βεβαίως και θα λυπηθώσι τον πτωχόνκυριολεκτικώςποιητήν. Συνησθάνετο, ότι καθήκον είχεν απαραίτητον να στείλη επ' ευκαιρία της πρώτης του έτους εις την εκλεκτήν της καρδίας του μικρόν τι δώρον, έστω πενιχρόν, ασήμαντον, αλλά δώρον όμως οιονδήποτε.

Δεν έκλαιε την μαρανθείσαν νεότητά της, δεν έκλαιε την μοίραν της, δεν έκλαιε τον ξενιτευμόν των αρρένων αδελφών της — ω, αυτά δεν ηρμηνεύοντο διά μεγαλοφώνων θρήνων, αλλά δι' ενδομύχων αρρήτων στεναγμώναλλ' έκλαιε το μικρόν, τρυφερόν πλάσμα, το οποίον ήλθε να παραλάβη είς ιερεύς μ' ένα πενιχρόν σταυρόν και θυμιατόν διά να το προπέμψη· την δράκα εκείνην του χώματος επιστρέφουσαν εις το χώμα, την ελαφράν εκείνην πνοήν, επανακάμπτουσαν εις την ζωήν την αείζωον, εκεί όπου όλα τα νήπια, όπως λέγει ο Συναξαριστής, απαιτούσιν αυτοδικαίως από τον Δημιουργόν να τους πληρώση τα οφειλόμενα. «Δικαιοκρίτα, δος ημίν τα ουράνια αγαθά αντί των επιγείων, ων ημάς εστέρησας».

Έκτοτε η μικρά με ήκουσε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», εις τον πενιχρόν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικά με την μητέρα της. Εκοιμάτο μέσ' το στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώραν των αποστύχων, εξύπνα μετά δύο ώρας εις τον Πολυέλεον, κ' έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετά τα μεσάνυκτα.

Πλησίον αυτών, επί του αιγιαλού, είχε νεωστί οικοδομηθή πενιχρόν καφενείον, χρησιμεύον και ως ξενοδοχείον, και ως γραφείον, και ως χρηματιστήριον. Ολίγον δε μακρύτερα, εκεί όπου σήμερον ναυπηγούνται πλοία και ακούεται ο εύρυθμος της σφύρας κρότος, κατέκειτο τότε, παρά τον έρημον αιγιαλόν, σκάφος ναυαγήσαντος πλοίου.

Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμιγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να δρασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν' ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του και ν' ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου υπερηγαπημένου Βρέφους της.

Αν απέκλεισεν αυτούς από τον δρόμον, προς μεγίστην λύπην των κεχηναίων, οίτινες μόνον προς τον συννεφή ουρανόν δύνανται σήμερον ν' αποτείνωσι το ε υ φ υ έ ς των Κ ό φ' τ ο, ήνοιξεν όμως εις αυτούς τας οικίας, όπου εκόντες άκοντες ανοίγουσι τας θύρας του οι οικοδεσπόται προς τα χιονόπαστα στίφη, άτινα, καίτοι ριγούντα και τρέμοντα, εννοούσι να αναπτύξωσιν υπό το προσωπείον τον πενιχρόν της ευφυίας των σπόρον.

Εκ του τρόπου μεθ' ου ανώρθωσεν ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη ότι ο αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ' ο μπάρμπα- Κωνσταντός το ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω του ένα πενιχρόν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον κιλίμιον, και αναβάς ο ίδιος εκάθησε μονόπλευρα επ' αυτού.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν