United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παπάς ήτανε κι' αυτός χλωμός, χαλασμένος, συλλογισμένος, παίζοντας ανήσυχα το κομπολόγι του, ένα μακρύ κομπολόγι από εληοκούκουτσα του Όρους των Ελαιών, χάρισμα του φίλου του του Μελαχροινού, που έφθανε ως το πάτωμα. Απ' τη βραδειά που είχε πάει να κοινωνήση τον πεθερό του Αλυφαντή, ο παπάς έπεσε στα ρούχα. Δυνατή θέρμη τον τάραξε, όλη τη νύχτα, είδε κ' έπαθε να συνεφέρη.

ΚΟΒΙΕΛ Τέλος πάντων, για νάρθωμε στο προκείμενον θέλει να ζητήση την κόρη σας σε γάμο· και για να έχη ένα πεθερό που να είναι άξιός του, θέλει να σας κάνη μαμαμούχο. Μαμαμούχος είναι ένας μεγάλος βαθμός στην πατρίδα του. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μαμαμούχος; ΚΟΒΙΕΛ Ναι, μαμαμούχο, που σημαίνει στη γλώσσα μας μεγιστάν. Μεγιστάν είνε από τους αρχαίους εκείνους... Μεγιστάν επί τέλους.

Καλότυχε γαμπρέ, οιωνός καλός θάχε πετάξει όταν στη Σπάρτη ερχόσουνα που ήταν κ' οι άλλοι αρχόντοι. Μονάχα εσύ, Μενέλαε, από τους ημιθέους εσύ θε νάχης πεθερό το Δία, το γυιό του Κρόνου. Μαζί σου τώρα επλάγιασε του Δία η θυγατέρα, που σαν αυτήν άλλη καμμιά στην Αχαΐα δεν είνε· κι ώμορφη θάν' η γέννα της, αν το παιδί της μοιάζη.

Ο διάβολος που χύνει την σφαίρα για τον φονιά, χύνει και μια για τον εκδικητή του. Άκουσε λοιπόν. Ίσως δεν ηξεύρεις ότι ο φονιάς του αδελφοποιτού μου μ' έκαμε να κινδυνέψω, να ληστευθώ από ένα μυλωνά, να διωχθώ από τον πεθερό μου, και να ξεπέσω άρρωστος στο χωριό σας. Μάθε το λοιπόν, να που σου το λέγω.

Και πάει αφτή και λέει ψεφτιές του βασιλιά του Προίτου 'Προίτο, του Γλάφκου, έτσι να ζεις, το γιο ναν τον σκοτώσεις, π' αθέλητά μου θέλησε να πάρει την τιμή μου. 165 Πιάνει ο θυμός το βασιλιά ν' ακούσει τέτιο πράμα, μα δεν τον σκότωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, Μον στη Λυκιά μ' απόκρυφα τον προβοδάει σημάδια θανάτου, μες σε διπλωτό σανίδι σκαλισμένα, και ναν τα δείξει τούλεγε στο γέρο πεθερό του, 170 για να χαθεί.

Αλήθεια επέρασε πολύς καιρός, μα στα υστερνά έγινε καλά το παιδί μου. Σαν έγινε καλά, εσηκώθη να φύγη. — Πού θα πας, παιδί μου; — Στην αρραβωνιαστική μου, μητέρα, στον πεθερό μου. — Και τι θα πας σε τέτοιο πεθερό, παιδί μου; άφησέ τον να κουρεύεται! — Όχι, μητέρα, δεν γίνεται. Πρέπει να μάθη, πως δεν είμαι ούτε προδότης, ούτε άνανδρος άνθρωπος. Πρέπει να μιλήσω μαζί του. Έτσι εσηκώθηκε κ' επήγε.

Χαίρετε, νύφη και γαμπρέ με πεθερό το Δία, χαίρετε! κι άμποτε η Λητώ, που τα παιδιά φροντίζει, πολλά παιδιά, καλά παιδιά στους δυο σας να χαρίση κ' ίσην αγάπη και στους δυο να στείλ' η Αφροδίτη, κι ο Ζευς να κάνη αμέτρητο κι αμέτρητο το βιος σας για νάνε πάντα ατέλειωτο και πάντα να πηγαίνη από φαμίλια αρχοντική σ' αρχοντική φαμίλια.

Θυμούμαι τον πεθερό μου το μακαρίτη που μας έλεγε πάντα, πως όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να κερδίζουμε και να ζούμε, κ' έτσι σωστό δεν είναι, όπως καμώνουνται μερικοί, να μη θέλουνε τάχατις να τους ιντερβιουβάρουνε.