Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Το παιδί χτύπησε το μουλάρι του για να φτάση το ξεμακρυσμένο καρβάνι, κι' ο πατέρας σωριάστηκε στο πεζούλι του χανιού, κι' άρχισαν να τρέχουν τα μάτια του, σα βρύσες.
Έτσι του ερχόντανε να γκρεμηστή από τα σιδερένια τα κάγκελα. Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι. — Να πάρης τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο. Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής.
Το μόνο, που του κακοφαινότανε κάποτε, ήτανε όταν οι άλλοι περνούσαν κοντά του και σκύβανε να τον κυττάξουν. Για λίγο καιρό κάποια στενοχώρια φαινότανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να διορθώση αυτή την ιστορία. Γύρω απ' το λιμάνι, που ήτανε ο δρόμος του, είχανε κτίσει τον τελευταίο καιρό έναν καινούργιο μώλο μ' ένα ψηλό πεζούλι, ως μισό μέτρο απάνω απ' το δρόμο.
Ο δε Μανώλης την ήκουεν επί τινας στιγμάς ν' απομακρύνεται και να ολολύζη εις το σκότος. — Μωρέ μασκαραλίκι! μωρέ, μασκαραλίκι! είπε κρατών το μέτωπόν του. Η μέθη του είχε σχεδόν εντελώς εξατμισθή. Εξήλθεν εις τα πρόθυρα και καθήσας εις το πεζούλι εστήριξε την κεφαλήν του εις το χέρι του και έμεινεν εκεί σκεπτόμενος. Η νυξ ήτο ψυχρά, αλλ' ο Μανώλης δεν ησθάνετο το ψύχος.
Το μονοπάτι των βράχων ήτο στενόν, μάλιστα σχεδόν δεν υπήρχε μονοπάτι, αλλά στενότατον πεζούλι κατά μήκος της χαινούσης αβύσσου. Η χιών, που εξετείνετο εδώ, ήτο μισολυωμένη, το πέτρωμα εθρύπτετο, άμα το επατούσε κανείς, γι' αυτό ο θείος εξηπλώθη χάμω και εσύρετο σκαρφαλωτά προς τα επάνω.
Και ενθουσιασθείς, διότι πρώτην φοράν έβλεπε γελαστόν το ωραίον εκείνο προσωπάκι, ώρμησε και με τεράστιον άλμα ανέβη εις το υψηλόν πεζούλι επί του οποίου εστέκετο η Μαργή. Αλλ' αυτή προλαβούσα, εισήλθε και του έκλεισε κατάμουτρα την θύραν. Ο Σαϊτονικολής εμάνθανε τους άθλους του υιού του, αλλ' εδείκνυεν αδιαφορίαν και επανελάμβανε: — Να του περάση θέλει.
Η Μαριανθούλα, θέλοντας και μη, τραβήχτηκε, και για να μη σκανταλίζεται βγήκε όξω στο πεζούλι της κρεβάτας, περιμένοντας τον παπά να φανή στην αυλή.
Με τον ίδιο τον γέρο πολλά λόγια δεν είχε η αρχόντισσα. Το χαμογέλοιο του εκείνο τηνε σκότωνε. Σαν καθίσανε στο πεζούλι και τα λέγανε, βγήκε κ' η Μαυρουδού με την κόρη της και καλωσόρισαν τους μουσαφιρέους. Έγειναν τανερωτήματα, είπε ο Παυλής τα μηνύματα της μετέρας του, πήρε κι ο γέρος την κόρη στα γόνατά του, ρωτώντες την αν το γνώριζε τόμορφο εκείνο ταγόρι.
Είχε δεν είχε, τον πήρε και πήγαν ως το κελλί του Εφημέριου μέσα στης εκκλησιάς την αυλή. Κάθουνταν ο γέρος ο Πάτερ Χαράλαμπος στο πεζούλι του, και μάζευε μέσα του ήλιο για το χειμώνα. Ζυγώνει μονάχος του πρώτα ο Πανάγος, και χώνουνται στην κουβέντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν