United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εκεί όπου το αίμα του Βιζυηνού δείχνεται καθαρώτερα, γιατί εκεί ο συγγραφέας παραστατικώτερος και δυνατώτερος, είναι όχι ο στίχος του τόσον, όσον ο πεζός του λόγος. Το διήγημα. Ο στίχος του, καθώς και αλλού το παρατήρησα, καλά εξετασμένος, φανερώνεται σαν ένας σταθμός για να τραβήξη ο ποιητής προς το δρόμο του πεζού λόγου, εκεί όπου ελευθερώτερα περπατεί και κάθεται αναπαυτικώτερα.

Ποιος τόπος λοιπόν είναι αυτός, λέγανε κι' ο ένας κι' ο άλλος, άγνωστος απ' όλο τον άλλο κόσμο κι' όπου όλη η φύση είναι τόσο διάφορη από τη δική μας; Είναι πιθανώς ο τόπος όπου όλα είναι καλά: γιατί πρέπει απολύτως να υπάρχη ένας τέτοιος τόπος! Κι' ό,τι κι' αν είπε ο διδάσκαλος Παγγλώσης, συχνά παρατήρησα, πως όλα ήτανε κακά στη Βεστφαλία. &Τι είδανε στη χώρα του Ελδοράδου.&

Και το βέβαιο είναι πως το καλοκαίρι αυτό άρχισα ασυναίσθητα να βλέπω το Σβεν με τα ίδια μάτια, που τον έβλεπε η μητέρα του και πως τότε παρατήρησα περσότερο από άλλοτε πόσο είτανε διαφορετικός από τάλλα παιδιά, που είχα δει, αν και δεν του εύρισκε κανείς άλλο τίποτε παρά εκείνο που λέγεται παιδιάστικο.

Μα όσο περσότερο πλησίαζα στο σπίτι, τόσο περσότερο αιστανόμουνα πως μόνο η ανησυχία μου είταν αφορμή σε ό,τι έκανα. Οι στοχασμοί μου δε θέλανε νακολουθήσουνε τα μάτια, που γλυστρούσανε μηχανικά στις στήλες της εφημερίδας, και γλήγορα παρατήρησα πως τα μάτια ζητούσαν άταχτα τα δρόμο τους από τη μια στην άλλη στήλη.

Καθόταν εκεί και συλλογιζότανε τη μητέρα του και συλλογιζότανε πως όλα γίνανε τόσο σοβαρά μεμιάς. Πρώτη φορά παρατήρησα πόσο είχε μεγαλώσει και του έπιασα τα χέρι σαν ενός συνομίληκου. Έτρεμε το πρόσωπο του παιδιού, που είτανε μόνο δέκα χρονών, μα δεν μπορούσε να βγάλη λέξη.

Απάνω από το μαύρο φόρεμα, που φορούσε πάντα τώρα, είχε ριγμένο ένα ανοιχτόχρωμο επανωφόρι και το παράθυρο είταν ανοιχτό. Έσκυβε κάτω κ' ένευε ανυπόμονη γιατί δεν την παρατήρησα αμέσως κ' έτρεμε από συγκίνηση για τη χαρά, που θα ένοιωθα βλέποντάς την πως σηκώθηκε και πως μπορούσε να περπατή μόνη.

Έπειτα με πλησίασε και με φίλησε και παρατήρησα πως τα μάτια της είταν υγρά, εκεί που αιστανόμουνα όλο το σώμα της γυρμένο στο δικό μου με μια μοναδική μεγάλη τρυφερότητα. — Τότε ας γεράση κι ας γίνη συνηθισμένο, είπε. Το λαχταρώ να γίνη. Δεν είπαμε ούτε λέξη πια. Είδα όμως πως όλη την ημέρα είτανε γεμάτη ήσυχη, σιωπηλή χαρά.

Κ' ένοιωσα καλά πως με τα λόγια αυτά που της ξεφύγανε, πρόδωσε μιαν αντιπάθεια για όλο το ταξίδι αυτό, μιαν αντιπάθεια που είτανε ριζωμένη τόσο βαθιά ώστε να φοβάται κ' η ίδια πως δε θα μπορούσε να τη νικήση. Αφού όμως είδε πως την παρατήρησα, έκαμε το καθετί για να εξαλείψη αυτά τα λόγια από τη θύμησή μου.

Και με ξάφνισμα παρατήρησα πως τώρα μπορούσα να κάνω τη σκέψη χωρίς πίκρα, μόνο γιατί τώρα την αιστανόμουνα τόσο κοντά μου, όπως ποτέ άλλη φορά. «Δε θα πεθάνη», συλλογίστηκα έπειτα από μια στιγμή. «Θα ζήση». Και παρατήρησα την αντιλογία στη σειρά των στοχασμών μου. Κάθησα στην κάμαρά μου και προσπαθούσα να διαβάσω.

Παρατήρησα όμως πως κι ο Διόνυσος , και το Περιοδικό τους , και τα Παναθήναια , κάθε τόσο, τσακώνουνται, μαλλώνουνε, χτυπιούνται αναμεταξύ τους, πειράζουνται και τρώγουνται. Πολύ άδικο έχουνε. Γιατί τόσους πολέμους; Είναι όλοι τους το ίδιο. Ίσως φαντάζουνται πως αλήθεια διαφωνούνε, πως έχουν ο καθένας ιδέα δική του και δική του γνώμη.