United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό είνε το μεγαλείτερον κακόν, ω Φιλοσοφία, διά το οποίον προ πάντων θα ηδύνατο κανείς να σου παραπονεθή, ότι δεν επέβαλες εις αυτούς σημείον εκ του οποίου να γνωρίζωνται• διότι πολλάκις ευκολώτερα περνούν ως φιλόσοφοι αυτοί οι αγύρται παρά οι αληθείς φιλόσοφοι. ΦΙΛΟΣ. Θα γίνη και αυτό μετ' ολίγον• αλλά τώρα ας τους υποδεχθώμεν.

Τότε ο Άμασις απεκρίθη ότι τούτο εσκόπευεν εκ των προτέρων, ότι ο Απρίης δεν θα ελάμβανεν αφορμήν να παραπονεθή, ότι θα μεταβή να τον εύρη αυτοπροσώπως και ότι θα συνεπαγάγη μεθ' εαυτού πολυάριθμον ακολουθίαν. Εκ των λόγων τούτων ο Πατάρβημις ενόησε τους σκοπούς του, είδε τα προετοιμαζόμενα και έσπευσε να αναχωρήση θέλων όσον τάχιστα να δηλώση εις τον βασιλέα τα διατρέχοντα.

Όταν ήρχετό τις οικοκύρης να παραπονεθή και να τον επιπλήξη, ο μπάρμπα-Γιώργης είχε τόσον γλυκείαν γλώσσαν, ώστε ο άνθρωπος σχεδόν επείθετο ότι ο βοσκός δεν τον είχεν αδικήσει, και είχε γείνει λάθος. Άμα έστρεφεν όμως εκείνος τα νώτα ν' απέλθη, ο Πολύχρονος εσήκωνε τα χέρια και τον εμούτζωνε οπίσω του, γογγύζων, υβρίζων και βλασφημών.

Διά τούτο μερικοί δεν εγείρουν δίκας διά τοιαύτα, αλλά νομίζουν ότι πρέπει να αγαπούν τους συναλλασσομένους με πίστιν. Tο δε ηθικόν δεν είναι με ρητούς όρους, αλλά κάμνει δώρον ή άλλο τι ως εις φίλον. Απαιτεί όμως να απολαύση το ίσον ή και περισσότερον, διότι νομίζει ότι δεν έδωκε αλλά εδάνεισε. Αυτός δε θα παραπονεθή ότι δεν έκαμε την συναλλαγήν με τους όρους που διαλύει.

Αυτό δεν υποφέρεται! Κατήντησαν αυθάδεις οι άνθρωποί του, αυτός δε οργίζεται μαζί μας εις κάθε ψύλλου πήδημα! Σάλπιγγες έσωθεν. ΟΣΒΑΛ. Έρχεται, κυρία, τον ακούω. ΓΟΝΕΡ. Και συ κ' οι άλλοι κάμετε ότι τον αμελείτε, κι' ας μου το παραπονεθή. Εάν δεν του αρέση, 'ς της αδελφής μου ημπορεί, αν θέλη, να κοπιάση. Εγώ το ξεύρω: είμεθα κ' αι δύο μας μια γνώμη και δεν θα τον αφήσωμεν να μας καβαλλικεύση.

Πάραυτα ετόξευσε βλέμμα φοβεράς απειλής προς αυτήν. — Ε! μωρή στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!. . . κ' εγώ σε σιάζω. Ευθύς όμως κατόπιν, εσκέφθη ότι δεν θα εσύμφερε να κάμη λόγο δι' αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότι εφοβήθη μην της δώση αφορμήν να παραπονεθή εις τον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα εγίνοντο χειρότερα βεβαίως.

Η σκηνή αύτη επανελήφθη πολλάκις έκτοτε, ώστε ο ποιμήν, ο γέρω- Παππούς, απαυδήσας να πληρώνη τα πρόστιμα των αγροζημιών, απέπεμψε τον επιζήμιον βοσκόν. — Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει! Επανέλαβεν ο γέρω-Παππούς προς την χήραν την Αλτανού, ελθούσαν, με την μαύρην μανδήλαν της και την κατάμαυρην καρδίαν της, να παραπονεθή. Αλλ' εις το χωρίον δεν εφάνη πλέον ο Μανώλης. — Μη πνίγηκε! Μη μπαρκάρισε!

Μα αλλοίμονον εις εμέ! μακάρι να είχε κάμει η τύχη μου να με ήθελεν αφήση να περάσω και το επίλοιπον της ζωής μου εις εκείνην την κατάστασιν! μα όχι, ηθέλησε πάλιν να με κατατρέξη, και να κάμη να πληρωθή εκείνο που είνε γραπτόν· και από αυτό βλέπω πώς είνε αδύνατον να φύγη τες δυστυχίες, που είνε προμελετημένες διά τινά να του έλθουν, και δεν είνε κανένα όφελος να παραπονεθή.

Όταν θέλης να λέγης ψεύματα, να τα σκέπτεσαι εξ αρχής. Ο Βράγγης κατεταράχθη, επόνεσεν, έκλαυσεν. Αντεστάθη μέχρις εσχάτων. — Και όταν συλλογίζωμαι ότι το άλογόν μου κοντεύει να σκάση. — Μήπως θα είναι το πρώτον; — Και τρέχομεν τόσας ώρας, χωρίς να ειξεύρωμεν διατί! — Και ποίος ημπορεί να παραπονεθή; — Αλλά δεν είναι ευχάριστον να ενεργή τις εις τα τυφλά. — Πιστεύεις ότι ενεργούν εις τα τυφλά;

Και πέραδώθε βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη και χρώματα μύρια, με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα φύσεως αγνώστου και ζωής. Αλλά για εκείνα δεν εφρόντιζεν ο πατέρας σου. Ο σπόγγος ήταν εμπρός του και δεν έφευγε πλέον. Έρριχνεν αδιάκοπα στο δίχτυ του. Τόρα τάχα σε τι θα παραπονεθή ο Πίπιζας;