Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Εν τη οργή των απεφάσισαν όχι μόνον τους παρόντας να φονεύσουν, αλλά και όλους τους εφήβους Μυτιληναίους, και να ανδραποδίσουν τους παίδας και τας γυναίκας.

Θεοπάλαβε, του φώναξε ο Αγαθούλης, σε γλύτωσα από τα κάτεργα, πλήρωσα την ξαγορά σου, πλήρωσα την ξαγορά της αδερφής σου, που έπλυνε πιάτα, που είναι άσκημη κ' έχω την καλωσύνη να την κάνω γυναίκα μου κ' έχεις την απαίτηση ακόμα ν' αρνιέσαι. Θα σε ξανασκοτώσω, αν υπακούσω στην οργή μου. Μπορείς να με σκοτώσης άλλη μια φορά, αλλά δε θα παντρευτής την αδερφή μου, ενόσω εγώ ζω! &Συμπέρασμα&

Ο παράσιτος όμως είνε απηλλαγμένος όλων τούτων• είνε τόσον ανεξίκακος ώστε δεν οργίζεται, δεν έχει δε και λόγους διά να οργίζεται• και αν τύχη ποτέ ν' αγανακτήση, δεν κάνει τίποτε κακόν και δυσάρεστον, αλλά μάλλον γέλωτα και ευχαρίστησιν προξενεί η οργή του εις εκείνους με τους οποίους ευρίσκεται.

Τα διάλεξε σαγίταις, Δοξάρια τρομερά, Μ' αυτά καρδιαίς πληγόνει Σκληρά, φαρμακερά. Αλοίμονον σ' εκείνον Οπού να καυχηθή, Σε ταύτα ν' αντικρύση Χωρίς να πληγοθή. Ευτύς ο έρως τότες Μ' ακράτητην οργή, Θανατερή του ανοίγει Στα αστήθια την πληγή.

Ναι, θέλω να σ' ελέγξω και ας μη σε παραφέρη η οργή, ώστε ν' αποφεύγης την αλήθειαν. θα σοι ομιλήσω σαφώς και συντόμως.

Το έθνος ζούσε πάντα, και τόδειξε όταν αναγκάστηκε ο Αρκάδιος να νομοθετήση να γράφεται κάθε δικαστική απόφαση στη γλώσσα του· τόδειξε τότες που δεν πέρασε του Γαϊνά το θέλημα με τους Αρειανούς· και τέλος όταν ξέσπασε η οργή του κ' έπεσε αστροπελέκι απάνω στους Γότθους. Μα κι άλλα πολύ μεγαλήτερα και πιο δοξασμένα σημάδια της Ρωμαίικης της ζωής και δυναμωσύνης θα δούμε στακόλουθο το κεφάλαιο.

&Οργή.& — Υπάρχει δε και ως προς την οργήν υπερβολή και έλλειψις και μεσότης. Επειδή δε σχεδόν δεν έχουν όνομα αυτά, αφού ονομάζομεν τον μέσον μειλίχιον, θα ονομάσωμεν και την μεσότητα μειλιχιότητα. Από δε τους δύο άκρους ο μεν υπερβολικός ας ονομασθή οργίλος και η κακή ιδιότης του οργιλότης, ο δε ελλιπής αόργητος κάπως, και η κακή ιδιότης του αοργησία.

Φοβερά η μικρά πλατεία εκείνη διά τας νεάνιδας. Εκοντοστάθη το Ξενιώ. Ηκροάσθη. Ήτο ησυχία εις τα έξω τραπέζια. Ωπλίσθη. Εκαταίβασε την μανδήλα της ακόμα παρακάτω. Ετάχυνε το βήμα της. Και σκυφτή-σκυφτή, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων και βαστάζουσα το εκ λευκοσιδήρου άντλημα, κροτούν προδοτικώς, επροχώρει βιαστικά, να διέλθη τας παγίδας του Περιστεράκη. — Στην οργή κι' αυτός!

Μία κλίνη εις το άκρον, επί της οποίας κάθηται αγρυπνών ο Βλέπυρος• πλησίον του καίει λυχνία, ενώ εκ του παραθύρου διαφαίνεται το πρώτον φως της ημέρας. ΒΛΕΠΥΡΟΣ αναπηδών εν οργή. Μωρέ. . .! η Πραξαγόρα! πού ήσουνα, παρακαλώ, πού ήλθες τέτοιαν ώρα; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Και τι σε μέλει, φίλε μου; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και τι με μέλει;!.., Να τη! τι κουταμάρες είν' αυτές;

Ηναγκάσθη να καταφύγη και εις τον παπά-Φλαβιανόν τον ηγούμενον του Καινούριου Μοναστηρίου, όστις μετ' αποστροφής απέκρουσε την φήμην, αναφωνήσας εν οργή εξάλλω: — Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν!

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν