United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η σχέσις των δύο νεανίσκων είχε καταντήσει βαθμηδόν να ομοιάζη τας περικυκλώσας τον βασιλικόν κήπον μας ινδοσυκάς εκείνας, ων ο καρπός διαρκεί μίαν ημέραν και αι άκανθαι όλον τον χρόνον. Και εν τούτοις οσάκις σπουδάζων ανελογίζετο ο Φρουμέντιος να χωρισθή της φίλης του, ησθάνετο τας τρίχας του ορθουμένας υπό της φρίκης.

Εις τους μύθους, εις τα σατυρικά, και εις την μετάφρασιν της Βατραχομυομαχίας, είναι αξιοθαύμαστος, και γλυκύτερος αφ' όσους έγραψαν παρόμοια έως τώρα στην γλώσσαν μας. Και εις τα ερωτικά του δεν έχει άλλον από τον Α. Χριστόπουλον να του ομοιάζη.

Σήμερον όμως προτιμώμεν κατ' εξαίρεσιν να διηγηθώμεν εις αυτούς μίαν αληθεστάτην ιστορίαν, ήτις έχει το πλεονέκτημα να ομοιάζη παραμύθι και πλην αυτού να συνδέεται στενώς με το μέγα ζήτημα της θανατικής ποινής. Ως πάντες γνωρίζουσι, το εκτάκτως φοβερόν της ποινής ταύτης έγκειται εις τας προηγουμένας της εκτελέσεως αγωνιώδεις ώρας του καταδίκου.

Τούτους θα βάλω τους ηθοποιούς να παίξουν εις τον θείον μου εμπρός παράστασιν, να ομοιάζη τον φόνον του πατρός μου· θα παρατηρήσω την όψιν του· θα τον κεντήσ' ως το μελούδι, και, αν μόνον ταραχθή, τι θε να πράξω ηξεύρω. Στερεώτεραις θέλω ναύρω μαρτυρίαις· η παράστασις είν εκείν', όπου θα φθάσω του βασιλέως την συνείδησιν να πιάσω. Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.

την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, 370 ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων, ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις. των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι, η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. 375 τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης και χάριν σου, ότι ξύπνησαντα βάθη της ψυχής μου πόνοι πολλοί· και πρόσεχεαυτό που θα προφέρω· πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, 380 ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις».

Αλληγορικώς ηθέλησε να δείξη ο πλαστικός νους του εκλεκτοτάτου πάντων των λαών ότι έν πρωτογενές φύτρον εμφυσηθέν υπό του Δημιουργού εις την πλάσιν δι' απείρων συνδυασμών, διαιωνιζόμενον έμελλε να παράγη τόσον άπειρον ποικιλίαν τύπων και μορφών κατά άτομα, ώστε ούτε φύλλον να μην ομοιάζη απαραλλάκτως με φύλλον, κατά την αληθεστάτην παροιμίαν.

Και δεν είναι διόλου παράδοξον ο αδελφός να ομοιάζη τον αδελφόν. Αλλά καθώς σου είπα, ευλογημένε, ας αφήσωμεν πλέον τους θεούς. Ερμογένης. Αυτού του είδους τους θεούς μάλιστα, ας τους αφήσωμεν Σωκράτη μου, αφού το θέλεις. Σωκράτης. Πάρα πολλά μου ζητείς, αλλά, εάν αυτό θα σε ευχαριστήση, είμαι πρόθυμος. Ερμογένης. Βέβαια θα με ευχαριστήση. Σωκράτης.

«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα τούτοι 'που 'λθαντο σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι; άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω• 140 ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον άλλου να ομοιάζη, όσον αυτόςθαυμάζ' όσο τον βλέπω — ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα Τηλέμαχος, όπ' άφησετο σπίτι ακόμη βρέφος, ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας 145 τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητετην Τροία».

Αλλ', όταν τουλάχιστον, είπεν ο Σωκράτης, κανείς ξαναενθυμήται κανέν πράγμα κινούμενος από τα όμοια πράγματα, άρα γε δεν είναι αναπόφευκτον να παθαίνη και τούτο ακόμη, να παριστάνη με τον νουν του, αν τούτο ομοιάζη εντελώς μ' εκείνο το οποίον ξαναενθυμήθη, ή αν του λείπη τίποτε; Αναπόφευκτον είναι, είπεν ο Σιμμίας. Πρόσεξε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, να ίδης αν αυτά οπού θα είπω είναι έτσι.

Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ω φίλε, αυτότην γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω, άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155 να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον, να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».