Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Είχαν κάτι πρόσωπα σοβαρούτσικα και χλωμά, με μυτερά μυτερά μουστακάκια. Μα τι ωραιούτσικα μουστακάκια που τα είχαν! Κάποτες ζάρωναν τα μαβρούτσικά τους τα φρύδια και νόμιζες πια πως μεγάλα πράματα συλλογιούνταν. Η φορεσιά τους είτανε μια χαρά· φορούσαν κάτι στενούτσικα πανταλονάκια, σουρτουκάκια σαν τα δικά μας κι αψηλούτσικα γυαλιστερά καπέλλα. Τους έβλεπες και τους αγαπούσες.
Είμαι βέβαιος πως όταν έπαιρνες την απόφαση να φύγης από το σπίτι σου, νόμιζες εύκολη τη ζωή μέσα στον κόσμο. Το πως θα γύριζες όμως πάλι εδώ το φανταζόμουνα από την πρώτη στιγμή που έφυγες. ΣΤΑΥΡΟΣ Κι ως τόσο εσείς μου μηνύσατε.
Σωκράτης Αν λοιπόν έπειτα από αυτό ερωτών ημάς ήθελεν είπει· πώς λοιπόν ελέγετε ολίγον προτήτερα; Μήπως δεν σας ήκουσα καλά; Καθώς εκατάλαβα είπετε ότι η σχέσις, την οποίαν έχουν τα μέρη της αρετής το έν με το άλλο είναι τοιαύτη, ώστε το έν από αυτά να μη είναι όμοιον με το άλλο· εγώ βεβαίως θα έλεγον προς αυτόν ότι τα μεν άλλα σωστά τα ήκουσες, αν δε νόμιζες ότι είπον τούτο εγώ, τότε δεν θα ήκουσες καλά· διότι απ' εδώ ο Πρωταγόρας έδωκεν αυτάς τας αποκρίσεις, εγώ δε τον ηρώτων· Αν λοιπόν ήθελε σου είπει· αλήθειαν λέγει, Πρωταγόρα, αυτός εδώ; Συ παραδέχεσαι ότι από τα μέρη της αρετής το έν είναι όμοιον με το άλλο; Αυτή η γνώμη ιδική σου είναι; Τι ήθελες αποκριθή εις αυτόν;
— Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπε ν η Καλιώ απορούσα. — Κατέω και 'γώ είντα τούρθε του νεραϊδή; Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. Η Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που 'νόμιζες πώς ήθελε να την καταπιή. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν.
Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά.
Θα νόμιζες πως εκοκκάλωσαν στα πόδια τους. Ο Βλαχογιώργος μάβρισε από το θυμό. Στην περιφρόνησην αφτή ξέχασε και το φόβο του. Το αγριεμένο το στοιχειό δεν εκρατιώταν πια. Έσιαξε νάμπη μέσα τόρα ακράτητος, παίζοντας το λεπίδι. Φωνή φριχτή, μια βροντερή κραβγή ακούστη κι αντιλάλησαν οι τάπιες μέσα οι βαριές.
Ο Ρένας τον κύτταξε για να δει αν θα μπορούσε να τον καταλάβει και στα πιο απλά πράματα, και τον ρώτησε: — Θέλεις τίποτα; — Ναι. Πάμε κατά την κουζίνα. Την πληρωμή την τελειώσαμε χέρι- χέρι... Αμ τι νόμιζες!. Τώρα θα βαρέσει και το συσσίτιο. Τραβήξανε κατά την κουζίνα των ναυτών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν