Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
— Είντα τ' αλλοτινού θα μιάσης, είπε σχεδόν γελαστός, απού τούλεγε ο κύρης του να τόνε παντρέψη κιαυτός δεν ήθελε μια, αλλά καλά και σώνει δέκα γυναίκες; Μωρέ, κάμε καλά, μωρ' έλα στο νου σου. Το σκοπό του αυτός. Δέκα θέλω, δέκα θέλω. Σαν είδε κιαπόδε πως δεν εμπόργε να τόνε φέρη σε λογαριασμό, έκαμε πως εδέχτηκε. Καλά, δέκα γυναίκες θες; Να τσι πάρης, παιδί μου, εγώ δε θέλω να σε κακοκαρδίσω.
Μέσ' απ’ ταναφυλλητά της άκουγε: Να η Μικρούλα! Να η Μικρούλα ! να! Αυτή που έρχεται, Η παχουλή-η! κι ανάμεσα μπερδεμένον έναν άλλο σκοπό του Λανσιέ που της φαινόταν πως έλεγε: Έλα Λιόλια! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! – Και σα-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι ! Και-αι σά-α-ά δε θες, μην έ-ε-έρχεσαι Πάω μονάχος, πάω μονάχος.
— Άιντε μωρ' πλιάκ' ιντεμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Εφώναζαν αδιάκοπα 'ς το μολογημό του οι αρβανίτες, και τον χάιδευαν 'ς τον ώμο, κ' εσέρνονταν κοντύτερα 'ς το πλευρό του. Κι' ο γέρος εξακολουθούσε. — Με δυο Σουλτάνους ολόβολους επολέμησε ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά μου, κ' έσφαξε αυτός ο ίδιος με το σπαθί του 'ς τα εικοστρία χρόνια που πολεμούσε πλιότερους από δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχά αυτός.
— Άιντε μώρ' πλιάκ' ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. Εφώναζαν αδιάκοπα 'ς το μολογημό του οι αρβανίτες, και τον χάιδευαν 'ς τον ώμο, κ' εσέρνονταν κοντύτερα 'ς το πλευρό του. Κι ο γέρος εξακολουθούσε. — Με δυο Σουλτάνους ολόβολους επολέμησε ο Σκεντέρ-μπέης, μωρέ παιδιά μου, κ' έσφαξε αυτός ο ίδιος με το σπαθί του 'ς τα εικοστρία χρόνια που πολεμούσε πλιότερους από δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχά αυτός.
Πάω μ’ άλλη στο βουνό. . . Αχ πόσο πολύ το ήθελε ! Και πάλι, έναν τόνο πιο ψηλά: Έλα Λιόλια ! έλα Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό Μωρ' έλα Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Έλα πάμε στο βουνό ! Και σά-α-άν το θες, μη ντρέ-ε-έπεσαι ! – Και-αι σάν-α-άν το θες, μην ντρέ-ε-έπεσαι ! – Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Πάμε, πάμε στο βουνό . . . .
— Μωρ' το κρασί μου! μου ήπιαν το κρασί μου! — Κ' εμένα!. . . — Κ' εμένα!. . . Ήρχισαν τότε ν' αναζητούν τον κλέπτην. Ο μάλλον ύποπτος ήτο ο Μάρτης, είνε αληθές· αλλά πώς ηδυνήθη να πίη ολόκληρον τον οίνον, ενώ τα παπίρια όλα ήσαν εις την θέσιν των; Τούτο ήτο ο ισχυρότερος λόγος, ο οποίος έκαμνε τους μήνας ν' αμφιβάλλουν.
ΑΣΤ. Μωρ' εγώ δεν εκατάλαβα τίποτζι απ' αυτήν την ιστορία που με είπες, μα τη Φανερωμένη. ΠΕΛ. Ενώ κυρ αστρονόμο μου, σε τα κουβέντιασα τα πάσα πάντα της υπόθεσις — τους είδα που τζακωθήκανε, μα δεν είχα τόσο του νου μου σε δ' αύτους — φωτιά να τους κάψη κ' εκείνους και τα μαγγανά τους
Μα τώρα που μου δίνει ο γιος του Κρόνου να κερδίσω νίκη λαμπρή και τους οχτρούς ως στο γιαλό να σπρώξω, μη μου ζητάς, μώρ' άμιαλε, τέτιες κιοτιές να βγάζεις... 295 Τρώας δε θα σ' ακούσει εδώ κανείς, τι δε θ' αφίσω. Όμως το έχει του αν κανείς βαρέθηκε, ας το φέρει 300 εδώ, και το μοιράζω εγώ στο φτωχολόϊ των Τρώων· πάρα οι Αργίτες, πιο καλά να το χαρούν δικοί μας.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια• από πολλή για σένα αγάπη και φροντίδα μου. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μωρ' τ' είν' αυτά; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα πουθενά ο νόμος δεν το λέει, απ' το παιδί του ο γονηός να κλαίη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και τάχα πώς, τους πετεινούς αφού μιμείσαι 'ς όλα αυτά, σε ξύλο δεν κουρνιάζεις συ, και πώς δεν τρως και συ σκατά; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα τούτο το παράδειγμα, κακόμοιρε, που φέρνεις, ούτ' ο Σωκράτης θαύρισκε σωστό.
Ο Δάσκαλος τους χαιρέτησε με χαρά και μόνο που δεν τονέ φίλησε το Νίκο: «Μωρέ κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε ! Μωρ' τι γίνηκες Νίκο !. . . » Καλωσόρισε και τη Λιόλια σφίγγοντας της το χέρι με μεγάλη φιλία. . . Αχ, βιολιά, βιολιά! γλυκά βιολιά !
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν