United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας κούρκος φούσκωνε και γουργούλιζε απάνω στο χωματένιο ψήλωμα το χλοϊσμένο που πάει μαζί με το δρόμο, απ’ τη μια .μπάντα, ίσαμε τη γέφυρα του Ιλισσού: από τις γαλάζιες βραχόπετρες της Καλλιρρόης ακούγονταν καθαρά οι κόπανοι των γυναικών που’πλεναν. . . Κάτι κατσίκες έβοσκαν στα χόρτα του ψηλώματος πούχανε γεμίσει πάλι καινούργια λουλουδάκια. . . Μες τη μέση του δρόμου ένας κόκκορας με τις κόττες του σκαλίζανε μες τις φρεσκοπεσμένες καβαλλίνες κι ο κόκκορας έκανε κακκαρίσματα ντελαλητά για το κάθε κριθαράκι που τους εύρισκε, φωνάζοντας τις ναρθούνε να το τσιμπήσουν. . . Απέξω από ‘να μπακάλικο ήτανε βγαλμένα κάτι σιδερένια τραπέζια και καρέκλες κ' ένας-δυο ήταν καθισμένοι κ' έπιναν. Πάμε να πιούμ' ένα κρασάκι έτσι στο ποδάρι; φώναξε ο Περικλής ο χοντρέλης-τώρα βγήκε το καινούργιο κρασί κι αυτός εδώ παίρνει τις καλύτερες μουστιές, γιατί σου λέει πριν να πας στον άλλον κόσμο, τσούξε και μια γουλιά της προκοπής!... Γέλασαν όλοι με ταστείο του χωρατατζή του Περικλή και κανείς δεν είπε όχι και μπήκαν όλη η συντροφιά στο μαγαζί κ’ ήπιαν από 'να κρασάκι.

Είχον συναχθή εις το μπακάλικοεμπορικόν του Θόδωρου του Μοστροπούλου, αρκάδος αποπλανηθέντος εις τα μέρη εκείνα περί τους δέκα πέντε χρόνους, διά τους οποίους είχε παρασκευάσει γιουβέτσι ο Μανώλης διά να πιάση «μαγιά», και αφού τους εμέθυσεν, ήρχισαν αυθορμήτως τον χορόν και το τραγούδι.

Ο υπενωμοτάρχης με τους συντρόφους του έφτασε στο μπακάλικο και ζήτησε απ' το μπακάλη τρία κρασιά, ρίχνοντας πεταχτή τη ματιά του μέσα στο μαγαζί. Στο σκοτεινό του βάθος τρεις τέσσαρες μεσόκοποι κι ένας νιός έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν μαστίχα. Σαν είδαν τους στρατιώτας όξω χαιρέτησαν, κρυφομίλησαν κάτι και ξανάρχισαν τα χαρτιά.

Εγύρευε δουλειά και τον εσύστησα σ' ένα καλό μέρος. Δραστήριο παιδί, φρόνιμο, με νου, δεν άργησε να συνάξη μερικά λεπτά και τώρα είνε δυο χρόνια που έχει ιδικό του μπακάλικο και μικρό καπελιό. Θετικό παιδί καθώς είνε, θα προοδεύση πολύ. Και ο καϋμένος θυμάται την καλωσύνην και . . . μ' αγαπά, είπε μετά τινα δισταγμόν ο Σοφοκλής. Η ιστορία ήτο αληθινή, ως επληροφορήθην κατόπιν.

Πέρασ' εκείνος ο καιρός, που έχαιρες τιμή, και έδεναν λουκάνικα 'στων σκύλων την ουρά· τώρα σοφία μπόλικη πουλειέται σαν ψωμί και μέσα 'στο μπακάλικο του Παναγιωταρά. Και 'στο καπέλο το 'ψηλό, καθώς και 'στο καστόρι σοφία κρύβεται βαθειά, του Εριγδούπου κόρη.

Μόλις ο υπενωμοτάρχης με τους δυο χωροφύλακας φάνηκαν σ' ένα στενό σοκάκι και ζύγωσαν σ' ένα μικρό μπακάλικο κινήθηκαν τα παιδιά, κινήθηκαν οι γυναίκες, τα κορίτσια, οι άντρες, οι γέροντες, όλοι αναστατώθηκαν.