United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτόν κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτήν αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και μ' την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς.

Όμως η ψυχή μου είναι παρθένα. Πάντα μ ό ν ο ς θα είναι, μα η μοναξιά και η ερημιά του θα είναι χαρά του. Όλα περνούν αγύριστα, Μα η Ελλάδα μια και αγύριστη· πάει, και να την κλαις! Όλα όμως ξαναγυρνούν, όσο αλλαγμένα κι αν είναι. Όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε μιαν Ελλάδα, και μια νιότη. Ξανάρχεται η άνοιξη, η ίδια, και όμως όχι η ίδια.

Και στη μοναξιά της, όλο λογάριαζε πώς θα λαμποκοπάη στα χρυσά της μαλλιά ο μικρός ήλιος, κορώνα της ομορφιάς της. Τίποτε άλλο δε λογάριαζε. Η καρδιά του Παύλου και τα συλλογικά του ήτανε δικά της και τα κρατούσε στα χέρια της. Ένα περίμενε μόνο, το διαμάντι. Μήνες ήρθανε απάνω στους μήνες κι' ο Παύλος δεν εφάνηκε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε κι' ο χειμώνας και τίποτε. Η Παυλίνα έσκαζε από μέσα της.

Ο ήλιος έδυνε πλέον· αι δε τελευταίαι του ακτίνες, εξακοντιζόμεναι άνω του σκιερού ρεύματος, εφώτιζον ακόμη, πέραν, την κορυφήν του κατέναντι βουνού, με φως αραιόν, υποχωρούν, διαλυόμενον. Μοναξιά και σιωπή. Και μόνον οι κόμβοι του ύδατος, καταπίπτοντες εις το ισχνόν και βορβορώδες ρυάκιον, επλατάγουν πενθίμως, ως άνθρωπος ξηροκαταπίνων.

Μέσα στο απόμερο δωμάτιο του πύργου, το στρωμένο με χνουδωτούς τάπητες, στο απαλό κρεβατοστρώσι απάνω, δράκοι παλαίβουν δυνατά η ψυχή και το σώμα της. Τρομάζει εκείνο τη φθορά, τη μοναξιά του τάφου, των κοκκάλων την ασχημιά και πάσχει να κρατήση τον θεόσταλτον εγγυητή.

Αν είν' αυτός, μασκαρά θα τον κάμω, έλεγεν ωργισμένος ο καπετάν- Πέτρος. Ούτως επείσθη η Θωμαή να παρατείνη ακόμη την εν Αθήναις διατριβήν, προς χαράν της θείας της Αννούσας, η οποία την είχε χρυσήν συντροφίαν εν τη σκληρά πάντοτε μοναξιά της.

Κάποια κοντοστεκόταν για να πετάξει ένα μικρό νόμισμα στους ζητιάνους και ο αέρας ανέμιζε τις άκρες από το κεντημένο μαντήλι της. Ο Έφις περίμενε τον ντον Πρέντου. Κατέβαιναν οι γέροντες πατριάρχες, οι σιωπηλές γυναίκες, οι νέοι με τα ευκίνητα πόδια, οι μικροί βοσκοί με θλιμμένα από τη μοναξιά μάτια∙ ο ντον Πρέντου όμως δεν φαινόταν πουθενά. Ο Έφις περίμενε.

Του φαινόταν πως η μικρή Παναγία κοίταζε λίγο τρομαγμένη από την υγρή της κόγχη τον κόσμο που είχε έρθει να ταράξει τη μοναξιά της, πως ο άνεμος φυσούσε όλο και πιο δυνατά και ο ήλιος χαμήλωνε γρήγορα στην κοιλάδα για να αναγκάσουν τους ενοχλητικούς προσκυνητές να φύγουν.

Τες ώρες του πέρναε τώρα 'ςτον κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγη τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων' έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήση τρεις πέντε μπάγγους ορθούς 'ςτην αυλή του και να συνάζη γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και με την αφορμή να τους κάμνη τον καφετζή να βρίσκη κουβέντα και χρονοτριβή μ' αυτούς.

Σε τέσσερεις μήνες μέσα, από την ήσυχη μοναξιά του βρέθηκε στα Βυζαντινά τα παλάτια· και θρονιάστηκε, όχι βασιλέας που ή από κλερονομιά ή με βία πήρε την κορώνα, παρά σαν άνθρωπος που έλαβε προσταγή να πάη εκεί να κάμη το χρέος του.