United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια μέρα τη βρήκα που έκλαιγε και με φωνή, που δεν είτανε πια δική μου, φώναξα: — Πόσο νομίζεις πως μπορώ να το υποφέρω αυτό; Την ίδια στιγμή που τα είπα, μετάνοιωσα για τα λόγια μου και ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση του τρόμου, που πέτρωσε το πρόσωπό της. — Τι εννοείς; είπε. — Εκείνο που λέω. Είτανε σα να μίλησε με το στόμα μου κάποιος πονηρός δαίμονας, που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω.

Έπαθα τώρα το πιο φοβερό δυστύχημα της ζωής μου και ξέρω ποιο είναι. Δε βασανίζουμαι· δεν τυραννιούμαι. Είμαι ήσυχος κι απελπισμένος. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα. Μη μου λες όμως, τώρα που έγινε, τώρα που το θέλησα, που τόκαμα ο ίδιος, μη μου λες πως το μετάνοιωσα και πως για τούτο είμαι απελπισμένος.

Κι' αν δεν βρης το δίκηο σου από τους ανθρώπους, ο Θεός δε θα σαφήση να χαθής... Του είπα κι' άλλα. Όσες παρηγοριές μπόρεσα του τις είπα: — Σα μετανοήση ο άνθρωπος όλα διορθώνονται. Κούνησε το κεφάλι του. — Δε μετάνοιωσα, συμπέθερε, μου είπε. Αυτό είνε. Δε μετάνοιωσα. Δε θα μ' έβλεπες έτσι σα μετάνοιωνα. Η μετάνοια είνε μεγάλη πίκρα. Μεγάλος καϋμός. Καθόμαστε και κυττάζαμε ο ένας τον άλλον.

Ποτέ δε θα μάθετε πόσο τουλάχιστον μετάνοιωσα, ούτε τι τιμωρία θα επιβάλω στον εαυτό μου, και θα σας την προσφέρω ως ελάχιστο δείγμα της τύψεώς μουΑπ' αυτή την ημέρα για να τιμωρηθή για την τρέλλα της και την πλάνη της, η Ιζόλδη η Ξανθή φόρεσε κατάσαρκα τον τρίχινο χιτώνα των ασκητών.

Αναγκάστηκα τότε να της τα πω όλα. Έπειτα το μετάνοιωσα, γιατί πάλι καλλίτερες ήτανε η βρισιές παρά τα κλάμματα της δυστυχισμένης. Ένα-ένα αποπουλήσαμε τα λίγα πράμματα που μας απόμεναν, τα χαλιά, τους τετζερέδες, τα καλά ρούχα και αυτό το χρυσοκέντητο νυφικό μας πάπλωμα. Σου είπα πως δεν γνώριζα κανένα.

Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.

Να σας πω την αλήθεια; Όταν μπήκα στο σύνορο του χωριού μετάνοιωσα π' άφηκα την Ξενιτειά για νάρθω σ' άλλη Ξενιτειά. Όταν μπήκα στο χωριό, μου φάνηκε πως δεν είταν το χωριό μου, που το είχα πάντα στο νου μου σαράντα χρόνια, μαζύ με τους σπιτιακούς μου και την πίστη μου.

Όσο για μας, αν δεν απομακρύνης μια για πάντα τον ανηψιό σου, θα τραβηχτούμε στης βαρωνείες μες παίρνοντας και τους γείτονες μας μακρυά από την αυλή σου, γιατί δεν μπορούμε ν' ανεχτούμε να μένη περισσότερο εδώ. Βασιληά, διάλεξε μεταξύ των δυο! — Άρχοντες, μια φορά επίστεψα στα βρωμερά λόγια που λέγατε για τον Τριστάνο, και μετάνοιωσα.