Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Και δεν θα εννοήσης ακόμη, ούτε το δάκρυ της χαράς, ούτε το μειδίαμα της λύπης· ούτε την διαφοράν του στεναγμού της οδύνης από του στεναγμού της ηδονής.
Θα περιωρίζεσο μόνον να καταρασθής τα πυκνά του κονιορτού σύννεφα, τα οποία σ' ετύφλωσαν, ως μου γράφεις, μεταξύ της Βιάσκας και του Αϋρόλου, θα ηρκείσο εις την κωμικήν περιγραφήν του Μεγάλου Ξενοδοχείου της Βιάσκας, το οποίον εδυσκολεύεσο, λέγεις, να ανεύρης μεταξύ των περικυκλούντων αυτό οικίσκων, και θ' ανελογίζεσο ίσως, ότι ζώσα εγώ εν μέσω των κυνικών καυμάτων των Αθηνών, δεν θα υπεδεχόμην βέβαια με μειδίαμα ευχαριστήσεως την λεπτομερή αφήγησιν των ιδικών σου διασκεδάσεων και τέρψεων, ούτε τον ποιητικόν σου πανηγυρισμόν των χιόνων του Αγίου Γοθάρδου, επί των οποίων έτρεμες συ εκ του ψύχους εν μέσω Ιουλίω!
Ο Αστρονόμος έσκυψε προς τον παρακαθήμενον και του εψιθύρισε: — Δεν έχει τη φωνή του τράου; Ο μόνος όστις δεν εφρόντισε πολύ να κρύψη το μειδίαμά του ήτο ο Τερερές. Αλλ' εις το πείσμα του ο παπάς είπεν ότι ο Μανώλης είχε πολύ καλήν φωνήν και, αν ήξευρε γράμματα, θα εγίνετο λαμπρός ψάλτης.
Πολλοί διήλθον και παρήλθον· αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη. Ο κενός του στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας, ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν. Εστάθη, και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας.
— Έχεις και μούρη και ρωτάς; οντέν εβάφτισες του συντέκνου του Μουστοβασίλη το θυγατέρι δεν είπες τση μάνας σου πως ήθελες την Πηγή; ... Δε σου τώπε, Ργινιό; — Κιαμέ δε μου τώπε; απήντησε με μειδίαμα η Σαϊτονικολίνα. — Ύστερα σ' ερώτηξα κεγώ και δε μούπες όχι και με το να μαρέση κεμένα η Πηγή, ήδωκα λόγο του Θωμά.
Όταν ήστραπτε κεβρόντα, εσταυροκοπείτο έμφοβος, ψιθυρίζων: «Μήστητί μου, Κύριε, μήστητί μου, Κύριε!» Διότι την βροντήν εθεώρει ως την απειλήν της θείας αγανακτήσεως, όπως εις την χαρμονήν της ανθισμένης και φωτολουσμένης φύσεως έβλεπε το μειδίαμα της θείας αγαθότητος.
Αλλά συ δεν τα ειξεύρεις αυτά, κόρη μου. Στοιχηματίζω ότι αγνοείς και αν υπήρξε ποτε Σολομών. Τόσον καλλίτερον αγνόει, κόρη μου, αγνόει, επέφερε με αλλόκοτον μειδίαμα η μοναχή. Όσον πλειότερον αγνοείς, τόσον ευτυχεστέρα είσαι.
Το όνειρόν της εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία. Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . . ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν. Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η κυρά Δημήτραινα.
Μόνον ο Γιάννης της Κ'σάφους τελευταίον είπεν ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι' αυτός και το μαγαζί του». Ο κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζη σκληρώς, αλλ' ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν ότι, «αν θέλη να έχη μαγαζί, πρέπει να έχη και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλείτερη μάλιστα απ' το μαγαζί του».
Κιάν δε μ' οχτρεύγεσαι ακόμη, είπε με μειδίαμα η Πηγή, κόπιασ' από μέσα. Ο Μανώλης εισήλθε κατακόκκινος από εντροπήν και χαράν. — Καλώς τονε το μανισμένο! είπεν η Πηγή, ακτινοβολούσα. Και αφού του προσέφερε καθέκλαν, εκάθησε και αυτή απέναντι εις το «σανίδι» του αργαλειού. — Εγώ 'λεγα πως δε θα μου ξαναμίλιες μπλειο ... εξηκολούθησε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν