Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Διότι ο Ζάχος δεν επήγαινε μόνον να πολεμήση, αλλ' είχε να εκπληρώση συγχρόνως και άλλην ιεράν και απαραίτητον εντολήν. Ότε η Μαλάμω έλεγεν εις αυτόν να μη λησμονή τον Ταχίρ Γιάτση, δεν ωμίλει ως μήτηρ αλλ' ως γυναίκα του Σπαθόγιαννου.
Και είνε τούτο έγκλημα, ύπατε Ζευ; Αλλά η μήτηρ μου αυτή, της οποίας τόσον πολύ, ως φαίνεται, προσέβαλε την θείαν αιδώ η πράξις μου, θεόν άρα μόνον — διά να μη είπω θεούς — ως τώρα ηγάπησε ; Θεός ήτον ο Αγχίσης ; Θεός ο Άδωνις ; Θεός ο Φάων; Συ αυτός, πάτερ θειότατε, εις του οποίου το ύψος δεν δύναται όχι να φθάση αλλά μηδέ ν' ατενίση καν η καταλαλιά, δεν ετίμησες διά του θείου σου έρωτος την Σεμέλην, την Αλκμήνην, την Ιώ, την . . .
Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελευτήτων εκείνων ημερών ! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον από του στήθους της• ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν. ― Θέλεις να μας καταδώσης ; έλεγε. Και έκρυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και δεν ηκούετο ο θρήνος της. Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την παρηγορήση.
Επανελάμβανε γογγύζουσα εκ του οξέος πόνου η κόρη. — Πάει το παιδί μ'! Προσέθετε και η γραία άπελπις, η καλή και συμπαθής μήτηρ, τρωθείσα εις τα καίρια. Και η γειτονική ηχώ από του εξοχικού συμποσίου εκόμιζεν ως ειρωνικήν περιφρόνησιν προς το ατυχές συμβάν τους στίχους του άσματος της καμάρας: Κοντέ μ' και πού ν' το χέρι σου Και πελεκάς με τώνα; Έλα το πουλί μου ν' έλα . . . .
Όταν δε ενύκτωσε, διά να μη βλέπουν οι άνθρωποι, μήτηρ και θυγάτηρ, βαστάζουσαι εντός κυλιμίου την πανάτυχον Δεσποινιώ, εκόμισαν αυτήν εις την οικίαν των εν τω χωρίω, ως να εκόμισαν νεκρόν, υπό τας συγκινούσας αναφωνήσεις της θειά-Ζωίτσας, ήτις εθρήνει, ως να εθρήνει νεκρόν.
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Μάθετε λοιπόν ότι ήλθον εδώ με την απόφασιν να τας δεχθώ, αλλ' ο Μάρκος Αντώνιος με ηρέθισέ πως. — Καίτοι δε καταβιβάζω την αξίαν της πράξεως αναφέρων αυτήν, ουχ ήττον πρέπει να μάθης, Αντώνιε, ότι, όταν ο αδελφός σου επολέμει κατά του Καίσαρος, η μήτηρ σου ελθούσα εις Σικελίαν έτυχε παρ' εμού φιλικωτάτης υποδοχής.
— Ναι γιατί, Μα, να μας λένε; Εγώ δεν θέλω, επανελάμβανεν η μικροτέρα και ξανθοτέρα, ένα αιθέριον πλάσμα νύμφης και δρόσου και ορεινής ευωδίας, η ωραία και ξανθή Φανιώ. — Μακάρι νάσαστε! έλεγεν η μήτηρ, πλύνουσα συγχρόνως εις το διαυγές ύδωρ την σκονισθείσαν εκ της πορείας μανδήλαν της. — Τι λες και συ, θα πω; — Μακάρι νάμαστε, να τους πάρουμε τη μιλιά, να μη μιλούνε για μας.
Επειδή δε ο κυρ-Στρατής ήτο ψάλτης του νεκροταφείου: — Θα είνε πεθαμένα! είπον. Εταράχθην. Διέκοψα την πρόποσιν, υποκριθείς βήχοντα· — Χριστός και Παναγία! βρε άλλε ! Είπεν ο κυρ-Στρατής, ως άλλη μήτηρ προστάτις. Αλλ' ήτο αδύνατον πλέον να ησυχάσω. Όμως προσεπάθουν να κρύπτωμαι όσον το δυνατόν. Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον.
Ενίκησαν τους Σουαβούς του Βαννίου και τους Ιαζύγους, αλλ' ο βασιλεύς απωλέσθη. Και απεσύρθησαν με την λείαν των, αφήσαντες και τους ομήρους των, την Λίγειαν δηλ. και την μητέρα της, Η μήτηρ μετ' ολίγον απέθανε. Διά να απαλλαγή του τέκνου ο Χίστερ, έπεμψεν αυτό προς τον διοικητήν της Γερμανίας Πομπώνιον.
Ίσως περιπατούν έξω εις τον δρόμον και περιμένουν να σβύση το φως από την σάλα, και ύστερα να μβούνε. Άιντε, παιδί μου, για να μην ανησυχή περισσότερο η χανούμισσα, έλα να σε δείξω πού θενά πλαγιάσης. Μετά τινας ματαίας παρηγορίας προς την ταλαίπωρον Οθωμανίδα η μήτηρ μου προηγήθη, μικρόν ελαιόλυχνον κρατούσα, και εγώ την ηκολούθησα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν