United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΟΣΠ. Για τούτα, που είπες, μείνε βέβαιος, βράδυ θέλει σου έρθουν μουδιάσματα, και στα νεφρά τόσα βελόνια, που να σου κλείσουν την αναπνοή· ίσκιοι, όσο διάστημα της νυκτός έχουν το ελεύθερο, δεν θα σου αφήσουν ανάπαψη· θα τσιμπηθής πυκνά πυκνά σαν την κηρήθρα, με τσιμπησιές αψύτερες από το κεντρί της μέλισσας, που την δουλεύει. ΚΑΛΙΜΠ. Θα γιωματίσω.

Δάγκασέ τονε σκότωσέ τον, παρακαλώ σε. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, βάστα τη γλώσσα σου· αν κάμης αταξίες, το πρώτο δένδρο... Το τέρας το καψερό είναι υπήκοος μου, και δεν συγχωρώ να μου το βρίζουν. ΚΑΛΙΜΠ. Ευχαριστώ τον υψηλό μου αφέντη. Συγκατεβαίνεις ν' αφοκρασθής πάλι το ζήτημά μου; ΣΤΕΦΑΝ. Ναίσκε· αμμή πώς; γονάτισε και ματαπές το· εγώ στέκομαι ορθός· έτσι και ο Τρίνκουλος. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος.

ΚΑΛΙΜΠ. Όσα μιάσματα ο Ήλιος ρουφάει μέσ' από βυθίσματα, βάλτους, ρηχά, να πέσουν όλα απάνου στον Πρόσπερο, και να μην του αφήσουν ογγιά σάρκα γερή! Μ' ακούν τα πνεύματά του, κι' όμως εξ ανάγκης πρέπει να καταριούμαι.

ΚΑΛΙΜΠ. Μίλια μ' εμάθετ' εσείς· σε τούτο μοναχά μ' ωφέλησε· ξέρω και καταριούμαι· λοιμική να σας θερίση, γιατί μου εμάθετε τη μιλιά σας! ΠΡΟΣΠ. Στρίγλας γέννημα, φεύγ' από δω. Φέρε μας ξύλα μέσα, και γλήγορα, για καλύτερο σου· είναι και άλλη δουλειά.

ΤΡΙΝΚ. Ω γέλια, να ξιππάζεται το μπαίγνιο για ένα μαύρο μεθύστακα! ΚΑΛΙΜΠ. Θέλε με, παρακαλώ, να σε πάω κει, όπου βγαίνουν η αγριομηλιές, και με τα μακρυά μου νύχια εγώ να σου ξεθάφτω ύκνες, να σου δείξω που φωλιάζει ο πετρίτης, να σου μάθω πώς παγιδεύεται η γοργοκίνητη μαϊμού, να σε φέρω στες στρυμωχτές λεφτοκαρυές, και κάποτε να σου κυνηγώ μικρά ζαρκάδια μέσ' από τα γκρεμά. Έρχεσαι μαζή μου;

ΣΤΕΦΑΝ. Τόσο καλή είναι η κόρη; ΚΑΛΙΜΠ. Ναίσκε, αφέντη, σου πρέπει, σε βεβαιώνω, και θα σου κάμη παιδιά παλληκάρια. Σ' αρέσει το σχέδιο, Τρίνκουλε; ΤΡΙΝΚ. Πολύ. ΣΤΕΦΑΝ. Δος μου το χέρι σου· μου πονεί που σ' εβάρεσα· μα όσο ζης βάστα τη γλώσσα σου. ΚΑΛΙΜΠ. Σε μισή ώρα θα κοιμάται· τον χαλάς τότε; ΣΤΕΦΑΝ. Ναι, στην τιμή μου. ΑΡΙΕΛ. Τούτο θα τ' αναφέρω του Κυρίου μου.

ΣΤΕΦΑΝ. Τι εσυνέβηκε; Έχουμε διαόλους εδώ; μας γελοπαίζεις μ' άγρια πράμματα, με Ινδιάνους; Α! εγλύτωσα από του να πνιγώ για να σκιαχθώ τώρα τα τέσσερα πόδια σας; Επειδή είναι γραμμένο. «άνθρωπος που αρκουδίζει, δεν τον σκιάζει ποτέ». Και αυτό θ' αληθεύη πάλι όσο ζη ο Στέφανος. ΚΑΛΙΜΠ. Το πνεύμα με βασανίζει, ω!

Θα σ' έχω υπασπιστή, ή σημαιοφόρο; ΤΡΙΝΚ. Υπασπιστής σου, αν αγαπάς· αυτό δεν βαστάει σημαία. ΣΤΕΦΑΝ. Δεν θέλει τρέχουμε, κυρ τέρας. ΤΡΙΝΚ. Μήτε θέλει περπατήτε· θέλει κάθεσθε σαν σκύλοι, και θέλει στέκεσθε βουβοί. ΣΤΕΦΑΝ. Απόρριμμα, μίλιε μία φορά, αν αλήθεια είσαι ένα καλό απόρριμμα. ΚΑΛΙΜΠ. Τι κάν' η Υψηλότης σου; να γλύψω το παπούτσι σου· εκείνον δεν τον θέλω γι' αφέντη· δεν αξίζει.

ΚΑΛΙΜΠ. Αλήθεια· εγώ σ' είδα μέσα στο φεγγάρι, και σε λατρεύω· η κυρά μου μού 'δειξε που ήσουν με το σκυλί σου, και με το βάτο σου. ΣΤΕΦΑΝ. Κόπιασε, ορκίσου απάνου σ' αυτό· φίλησε το βιβλίο· σε λίγο το προικίζω με καινούρια γράμματα· ορκίσου. ΤΡΙΝΚ. Μα τούτο το φως, αυτό είν' ένα κουτό τέρας. Εγώ να το σκιάζωμαι; ένα τιποτένιο τέρας· ο άνθρωπος μέσα στο φεγγάρι; — ένα τέρας, που τα καταπίνει όλα.

ΣΤΕΦΑΝ. Βεβαιότατα. ΚΑΛΙΜΠ. Θέλ' είσαι βασιλέας τούτου του νησιού, κ' εγώ δούλος σου ΣΤΕΦΑΝ. Πώς ξεμπερδεύεται αυτή η δουλειά; Μπορείς να με φέρης εκεί που χρειάζεται: ΚΑΛΙΜΠ. Μάλιστα, μάλιστα, αφέντη, στον καταδίνω στον ύπνο του, και αυτού μπορείς να του μπήξης ένα καρφί στο κεφάλι. ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα, δεν μπορείς.