United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον ρύστη, Αυτόν που ελεεί κάθε αμαρτωλό και την αιώνια ζωή του δίνει, σε παρακαλώ, αν θες στα πόδια σου να γονατίσω, με δάκρυα να στα ποτίσω, πίστεψέ τον, όπως τον επίστεψε και η Μαγδαληνή Μαρία, κάνοντας έτσι όλη τη Μακεδονία από το θαύμα τούτο νάρθη σε επίγνωσι της αληθείας, και αμβροσία να γεννή το κριθαρόψωμο της εκκλησίας!

θυμίαμα κι’ αλάτι τον αρπάζουν, του παίρουν τη φωνή και τον παν στα σπήλια τους. Όταν είναι ανεμοστρόβιλος και χορεύουν τα δεντρόφυλλα σύγκυκλασύγκυκλα, ο λαός πιστεύει, ότι χορεύουν Ξωτικιές, κι’ αναμερούνε, κάνοντας το σταυρό τους. Αναφέρονται πολλοί πιστικοί, ως αρπαγμένοι από τες Ξωτικιές.

Άσε με ήσυχο! έκανε ο Γιώργης. Δεν έχω όρεξι για κουβέντες... Ο Σταύρος τον κύτταξε λοξά, έστρηψε το μουστάκι του, ξερόβηξε και, κάνοντας ένα γέλιο παράξενο, βγήκε απ' την ταβέρνα σφυρίζοντας χωρίς να χαιρετήση κανένα. — Έχετε τίποτε; ρώτησε ο Μήτσος σε λίγο. — Τι νάχωμε; είπε ο Γιώργης· στο σπίτι του μέσα δεν είνε αφέντης κανένας; — Θέλει και ρώτημα;

Η Τζελίκα μού εζήτησε το όνομα, και πόσον καιρόν ήμουν τζοχαντάρης και δίδοντάς της την απόκρισιν, μου είπε· Ταλμούχ, θέλω να είσαι ελεύθερος, και να μιλήσης χωρίς αντίρρησιν, και χωρίς να στοχασθής πως είσαι εις το χαρέμι το βασιλικόν, κάνοντας λογαριασμόν να είσαι με ανθρώπους απλούς· θεώρησε με επιμέλειαν όλες ετούτες τες νέες, και εξέταξε καταλεπτώς, και με όλην την ελευθερίαν ειπέ ποία από ημάς σου αρέσει καλύτερον.

Οι σκλάβες έτρεξαν ευθύς όλες να τον συντρέξουν και κάνοντάς του να επανέλθη εις τον εαυτόν του, η κυρά που του επροξένησε τούτο, έτσι του ωμίλησε· καλώς μας ήλθες, ευγενικέ νέε. Ο Κουλούφ αφού την επροσκύνησεν, έβγαλε από την καρδιά του ένα βαθύτατον στεναγμόν.

Σταμάτησε όμως στην είσοδο της εκκλησίας, κοίταξε προς τα επάνω και έβαλε μια φωνή. Όλοι έτρεξαν να δουν. Ήταν το καινούργιο φεγγάρι που γλιστρούσε πάνω στον τοίχο της αυλής σαν να ήθελε να κατέβει εκεί μέσα. Μετά το δείπνο ξανάρχισαν τα τραγούδια και οι φωνές γύρω από τις φωτιές. Ακόμη και ο ντον Πρέντου χόρευε κάνοντας ευτυχισμένες όλες τις γυναίκες που έλπιζαν να τις διαλέξει.

Τότε κάνοντας να έβγουν όλες οι δούλες της από εκεί, έμειναν αυτοί οι δύο μοναχοί και εγώ ωσάν σκύλλα που ήμουν έστεκα εις μίαν αγκωνήν, και επαρακαλούσα τον Ουρανόν διά να βάλη εις πράξιν το έργον, διά να ξεδικηθώ.

Κάνοντας αυτήν την απόφασιν, εκράτησε τον βεζύρην του μόνον, και τους άλλους τους απέλυσεν. Εκάθησαν λοιπόν αντάμα επάνω εις τα χόρτα, και είχαν την κουβέντα της ελάφου έως το βράδυ.

Εις τούτα τα λόγια ο βασιλεύς έμεινε θαυμασμένος· ποίος βασιλεύς, αυτός είπε της Τσελίκας, είνε ο αυτουργός των γενεθλίων σου; Η βασιλοπούλα με εκύτταξε με ένα βλέμμα άγριον και μου είπεν αχάριστε Ταλμούχ, διατί ηθέλησες να φανερώσης εκείνο, που εγώ έπασχα να το κρύψω; ήμουν ευχαριστημένη· καλύτερον να λάβω τον θάνατον, παρά να μαθητευθή ποία είμαι· και κάνοντάς με τώρα εσύ να γνωρισθώ, με εγέμισες από εντροπήν.

Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Περπατούσαμε μονάχοι στο σκοτάδι. Περπατούσαμε, κρατημένοι σφικτά απ' τα χέρια, εγώ και ο Άλλος. Μανάχα εμείς περπατούσαμε στη μαύρη πεδιάδα. Τίποτε άλλο. Τα μεγάλα βουνά ακίνητα μας έζωναν τριγύρω. Βαρειά σύννεφα ήταν σταματημένα απάνω απ' το κεφάλι μας.