Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Ο νέος έβγαλε το λεπτόν και κοντόν επανωφόρι του και την παρεκάλει να σκεπασθή με αυτό διά να μη κρυώση, διότι, όσον επροχώρει η νυξ, ήρχισε να κατεβαίνη από τα βουνά το απόγειον. Εκείνη ηρνείτο να δεχθή το ένδυμα, λέγουσα ότι ουδόλως ησθάνετο ψύχος· ήτο μάλιστα πολύ ζεστή.

Υπέθεσαν λοιπόν ότι ο αναβάς εις τον θρόνον ήτο ο Σμέρδις, ο υιός του Κύρου· έτι δε και ο Πρηξάσπης ηρνείτο επιμόνως ότι εφόνευσε τον Σμέρδιν, διότι δεν ενόμιζεν ασφαλές να φανερώση μετά τον θάνατον του Καμβύσου ότι εφόνευσεν ιδιοχείρως τον υιόν του Κύρου.

Το πλέξιμόν της, το πλύσιμόν της, το ζύμωμά της, το μαγείρευμά της, όλα ήσαν απαλά και λευκά ως τα απαλά χεράκια της. Πολλοί νέοι εργατικοί, της τάξεώς της, την εζήτησαν εις γάμον, αλλ' αύτη ηρνείτο, ονειρευομένη αρχοντείαν, ή αποφασισμένη ν' ακολουθήση την συμβουλήν του πλοιάρχου. — Παλλάβωσες! Της έλεγεν η μητέρα της.

Η ώρα παρήρχετο, αλλ’ ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ ήρχετο να δειπνήση μεθ' ημών. Η πληκτική σιγή, ην έκαστος ημών ετήρει, εκορύφωνεν ολονέν την ανησυχίαν μου, και αφού η μήτηρ ηρνείτο ν' αποκριθή εις τας ερωτήσεις των οφθαλμών μου: — Πού είναι ο Μιχαήλος, μητέρα; την ηρώτησα, διακόψας το φαγητόν. — Τώρα θα έλθη, παιδί μου, είπεν εκείνη μετά θλιβερού τόνου. — Και ο Κιαμήλης: ηρώτησα εκ νέου.

Διά τούτο και ο επίσκοπος ηρνείτο να τον χειροτονήση, αν και κατά τάλλα δεν ήτο ακατάλληλος, διότι και γράμματα εγνώριζεν, όσα εθεωρούντο αρκετά, και έψαλλε· περί της ψαλτικής του μάλιστα είχεν ο ίδιος μεγάλην ιδέαν, την οποίαν όμως δεν συνεμερίζοντο και οι άλλοι, και διά τους πολλούς και γελοίους τερετισμούς του τον είχον επονομάαει Τερερέν.

Ήτο υπέρ το δέον ομιλητικός, φιλόφρων, ως κομματάρχης προσπαθών να φέρη εις τα νερά του τον σύντροφόν του· ενώ δε αυτός σπανίως έπινε, επρόσφερεν αδιακόπως το ποτήριον γεμάτο εις τον Φλεβάρην, όστις διά να μη προσβάλη τον σύντροφόν του, ουδέποτε ηρνείτο. Μετ' ολίγον το πρόσωπόν του έγεινε κατακόκκινον, οι οφθαλμοί του ήρχισαν να σμικρύνωνται. — Θα τραγουδήσουμε; είπεν εις τον Μάρτην.

Πολλάκις εκείνοι οίτινες τον κατηγόρουν ότι έκλεψε τα πράγματά των, όταν ούτος ηρνείτο, τον έφερον εις το μαντείον του τόπου· και πολλάκις μεν εξηλέγχθη υπό των μαντείων, πολλάκις δε διέφυγεν.

Ηδύνατο εκουσίως ν' ακολουθήση τον Πρωτόγυφτον, ή διά της βίας θα τον ηκολούθει; Έπρεπε να επανέλθη εις την οικίαν αυτού, αφού παρεβίασε το ιερόν της στέγης και της εστίας διά της πωλήσεως; Και αν ηρνείτο να μεταβή εκείσε, πού είχε να καταφύγη; Τρομεραί αι απορίαι αύται διά την ατυχή νέαν. Ήλθε στιγμή τις καθ' ην μικρού δειν μετενόει διατί να φύγη εκ του μοναστηρίου.

Και επειδή ήθελε και πάλιν να απευθύνη την προσευχήν του προς τον Λυτρωτήν, εγονυπέτησεν, εσταύρωσε τας χείρας και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τους αστέρας, οίτινες επάλλοντο εκεί υψηλά, εις το άνοιγμα του καταπετάσματος. Η στάσις αύτη δεν ήρεσεν εις το πλήθος. Οι θεαταί είχον κουρασθή να βλέπουν εκπνέοντα πρόβατα. Εάν ο γίγας ηρνείτο να αμυνθή, το θέαμα θα απετύγχανεν.

Αι λόγχαι αυτών και τα πλατύτατα εκείνα ξίφη δεν εχρησίμευον παρά ως αρνόσουβλες μόνον εις κανέν πανηγύρι!. . . Την αυτήν ιδέαν εξέφρασεν ο γέρων και περί του όπλου του Σασεπώ, ότε το πρώτον ήκουσε περί αυτού. Και τόρα, ότε το έβλεπεν εμπρός του, ότε αντελαμβάνετο της ταχυεργού δυνάμεώς του, δεν ηρνείτο μεν αυτήν, αλλ' είχε πεποίθησιν ότι ο Άι Γιώργης του ήτο ανώτερος και αυτού.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν