Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Πλην . . . δυστυχώς . . . — και σταματά, ως αν κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση. — Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και πώς; — Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, — εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από το μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών ωρών . . . ώστε . . . — και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον μαντεύσωσι τον δυστυχή.
Γονατιστός ενώπιόν μου ο Μίρτος, ο μόνος εκ των νησιωτών του οποίου εγνώριζα ήδη το όνομα, εμειδία σείων ακόμη τον βραχίονά μου. Δεν ηξεύρω πώς και διατί εφιλιώθημεν αμέσως και διά μιας μετά του Μίρτου.
Εγώ όμως φοβούμαι μήπως από την φιλανθρωπίαν μου φαίνωμαι εις αυτούς ότι διδάσκω αδιακρίτως κάθε άνθρωπον ό,τι ηξεύρω, όχι μόνον χωρίς κανένα μισθόν, αλλ' αν είχον χρήματα, και θα επλήρωνα ακόμη με ευχαρίστησίν μου εκείνον, όστις ήθελε να ακούη τας ομιλίας μου.
Ωραιοτάτη μου βασίλισσα, απεκρίθη το βασιλόπουλον Καλάφ, εγώ ηξεύρω καλώτατα όλον εκείνο που ημπορεί να ειπής επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν. Πρόβαλε, αν ορίζης, τα αινίγματά σου, και εγώ θέλω κάμει το δυνατόν διά να εύρω την διάλυσιν.
Ο Άμασις δεν ηγνόει την μεγάλην ευτυχίαν του Πολυκράτους και ανησύχως έβλεπεν αυτήν· και επειδή αύτη έβαινεν αδιακόπως αυξάνουσα, έγραψεν επιστολήν και διεβίβασε τα ακόλουθα εις την Σάμον. «Ο Άμασις προς τον Πολυκράτη λέγει τα εξής. Είναι ευχάριστον να μανθάνη τις ότι ο φίλος και σύμμαχός του ευτυχεί· η μεγάλη όμως ευτυχία σου δεν μοι αρέσκει, διότι ηξεύρω ότι το θείον είναι φθονερόν.
Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα, κείνον, 'που ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται, ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω.
Ο εργάτης έκλαιε, και, όταν ο Χίλων ήρχισε να θρηνή, διότι κατά την στιγμήν του θανάτου του Σωτήρος, δεν ευρέθη κανείς διά να τον υπερασπίση κατά των ύβρεων των στρατιωτών και των Ιουδαίων, αι πελώριαι πυγμαί του βαρβάρου συνεσφίγχθησαν εκ λύσσης και οργής. Ο Χίλων αποτόμως τον ηρώτησεν: — Ουρβανέ, ηξεύρεις τις ήτο ο Ιούδας; — Το ηξεύρω!
Διά τούτο δεν παρεξενεύθην, μη ακούσας ταύτην την φοράν τας δεξιώσεις της Οθωμανίδος, όπισθεν του δικτυωτού παραθύρου της. Αλλ’ όταν, ανοιγείσης της θύρας, είδον ενώπιόν μου μικρόν, βλακωδώς προσατενίζον με τουρκόπαιδον, και ουχί την ωχράν του Κιαμήλ όψιν, ποιούντος τον μεγάλον αυτού τ ε μ ε ν ά ν με το αιωνίως μελαγχολικόν εκείνο μειδίαμα, δεν ηξεύρω πώς διετέθην ξένως και παραδόξως.
Μεταξύ των πιπτόντων βλέπω αίφνης την μητέρα μου ! Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην ν' απλώσω εκ της λέμβου την χείρα, πώς ήρπασεν η μήτηρ μου την χείρα μου, πώς μία άλλη γραία εκράτει διά των δύο χειρών της μητρός μου το φόρεμα......Η δε λέμβος επροχώρει και έπλεον αι δύο γραίαι, συρόμεναι εκ της χειρός μου, μέχρις ου επί τέλους τας ανεσύρομεν εκ της θαλάσσης.
Αφού και ετελείωσα να φανερώσω της Ζεμπρούδας ένα συμβεβηκός τόσον παράξενον, το εμετανόησα πολλά, και ήτον καλύτερα που να μην της είχα ειπή την αλήθειαν, διατί αλλοί εις εμένα, ημπορούσε να ζήση· μα τι λέγω; πού χάνεται το πνεύμα μου; δεν ηξεύρω εγώ ότι τα καλά και τα κακά που μέλλουν να έλθουν στέκουν γραμμένα εις τον Ουρανόν; Ως τόσον η Ζεμπρούδα εσυνέλαβε τόσην θλίψιν και πίκραν εις την απάτην που έλαβε, και έδωσε την ευχαρίστησιν εκείνου του τρισαθλίου, που δεν μου εστάθη δυνατόν διά να την παρηγορήσω, δίδοντάς της να καταλάβω ότι το λάθος της ήτον όλον άξιον συμπαθείας, και ότι όλον το ανόμημα ήτον του μιαρού Δερβύση· μα όλες εστάθηκαν μάταιες η παρηγοριές που της έκαμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν