United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μικρά κόρη δεν ηξεύρω ακριβώς πώς είχε πέσει εις τας χείρας της, και απετέλει μέλος της οικογενείας. Φαίνεται ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγός ή διδασκάλισσα, είχεν εμπέσει εις τα δίκτυα κανενός επιχηρευτού και είχε συλλάβει το μαγικόν τούτο χρυσόψαρον της δεξαμενής, διά να πλεύση εις το πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλέ ποτε να πτεροφυσήση εις τον αιθέρα του αχανούς.

Δεν σου ομιλώ λοιπόν περί πολιτικών, διότι άλλως ούτε τα ηξεύρω ούτε τα εννοώ.

Αντί εγώ να δειχθώ φοβισμένος από τα λόγια της, και να δοθώ εις φυγήν, της είπα· κυρία μου, εγώ είμαι ένας ξένος, και δεν ηξεύρω τους νόμους της Αιγύπτου· μα με όλον τούτο και αν ήθελα τους ηξεύρει, το κάλλος σου με ήθελεν εμποδίσει να τους φυλάξω. Α τολμηρέ και αυθάδη, εφώναξεν, εκείνη η τόλμη σου θέλει σε κάμει να δοκιμάσης εκείνο που σου πρέπει· και ετραβήχθη με θυμόν από το παραθύρι.

ΙΠΠΟΤ. Είν' έτοιμα. Έλα, καλό παιδί μου. Αυλή εντός του μεγάρου του κόμητος Γλόστερ Εισέρχονται εκατέρωθεν ο ΕΔΜΟΝΔΟΣ και ο ΚΟΥΡΑΝ. ΕΔΜ. Καλώς τον Κουράν ! ΚΟΥΡ. Καλώς σας ηύρα, κύριέ μου. Έρχομαι από του πατρός σου. Τον ειδοποίησα, ότι ο δούκας της Κορνουάλλης και η δούκισσά του η Ρεγάνη, έρχονται εδώ απόψε. ΕΔΜ. Πώς τούτο ; ΚΟΥΡ. Δεν ηξεύρω κ' εγώ.

Διότι ηξεύρω ότι, όταν τούτο γείνη φανερόν, ημπορεί να γείνη παραπολύ καθαρόν και εκείνο, διά το οποίον και εγώ και συ εκάμαμεν μεταξύ μας μεγάλην συζήτησιν, και εγώ μεν υπεστήριζα ότι η αρετή δεν ημπορεί να διδαχθή, συ δε ότι ημπορεί να διδαχθή.

Μ' έχει σηκώση εις τους ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι άνω κάτω. Εδώ εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση.

Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο βεζύρης, μα με όλον τούτο που αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω, ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο, εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την αλήθειαν, και να σε βγάλω ψεύτην.

Πόσον χαίρω που ανεχώρησα! Καλέ μου φίλε, τι πράγμα είναι η καρδιά του ανθρώπου! Να εγκαταλείψω σε που τόσον αγαπώ, που σου ήμουν αχώριστος, και να βρίσκωμ' ευχαριστημένος! Ηξεύρω ότι μου το συγχωρείς. Μήπως αι λοιπαί μου σχέσεις δεν εξελέγησαν επίτηδες από της τύχης για να στενοχωρούν μια καρδιά σαν την ιδική μου; Η καϋμένη Λεονώρα! Και όμως ήμουν αθώος.

Αλλά τότε λοιπόν αρνείσαι, ότι ο συρμός είνε προϊόν του πολιτισμού; — Διόλου δεν το αρνούμαι. — Αλλά τότε . . . — Μη βιάζεσαι· ηξεύρω τι θέλεις να ειπής. Πώς είνε δυνατόν οι Αθηναίοι να έχουν συρμόν και να ήνε πιστοί του λάτρεις, χωρίς να έχουν αληθή πολιτισμόν; Πώς γίνεται να έχουν το προϊόν του, χωρίς να έχουν εκείνον; Τούτο δεν ήθελες να ειπής; — Ακριβώς. — Απλούστατον.