Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
— Κατόπιν τούτων έτρεχον και οι ένοπλοι εκείνοι άνθρωποι, οίτινες δεν ηδύναντο ευκόλως να τους παρακολουθώσι, διότι το φέγγος της σελήνης ήτο θεϊκόν, και ηγνόουν το έδαφος του τόπου. Εν τούτοις και ούτοι έφθασαν μετά τινα χρόνον ύστερον των τριών Γύφτων. — Πιάστε την! πιάστε την! έκραζε λυσσών ο Πρωτόγυφτος, σείων την πυράγραν ην επρόφθασε ν' αρπάση εκ του χαλκείου,
Εις εκείνο το αναμεταξύ έφθασαν οι αετοί εις τον λάκκον, και καθένας έλαβεν ένα κομμάτι κρέας από όσα ήσαν εκεί και ένας από τους μεγαλυτέρους με εσήκωσε μαζί με το κομμάτι το κρέας και με έφερεν εις την φωλεάν του. Οι κυνηγοί εκείνοι έδραμον και με τας φωνάς των εφόβισαν τους αετούς, και έφυγαν.
Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα. Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ' εστάθη. — Σου βαστά, η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του. — Δεν είναι άλλος δρόμος; — Δεν είναι. — Εσύ θα τώχης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης. — Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.
Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν, τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490 «Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος». Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου, εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος, και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα· «Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495
Και εκάστη μεν εκ των πόλεων όσαι έστειλαν πλοία είχε τον ίδιον στρατηγόν, οι δε Κορίνθιοι είχον Ξενοκλείδην τον Ευθυκλέους μετά τεσσάρων άλλων. Αφού δε έφθασαν εις την απέναντι της Κερκύρας ήπειρον πλέοντες από της Λευκάδος, προσορμίζονται εις το Χειμέριον της Θεσπρωτίδος. Είναι δε τούτο λιμήν, και πόλις άνωθεν αυτού κείται μακράν της θαλάσσης, η εν τη Ελαιάτιδι της Θεσπρωτίδος Εφύρη.
Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405 γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι• και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε•
Αποπλεύσαντες δε εκείθεν έφθασαν εις Πρασιάς, παράλιον πόλιν της Λακωνικής, και όχι μόνον την χώραν ελεηλάτησαν, αλλά και την πόλιν εκυρίευσαν και διήρπασαν. Ταύτα ποιήσαντες επέστρεψαν εις τα ίδια. Τους Πελοποννησίους όμως δεν τους εύρον πλέον εις την Αττικήν, διότι είχον αναχωρήσει.
Έφθασαν εις το μέρος όπου ήτον τοποθετημένον το ιππικόν, αλλ' επειδή ουδ' αυτού δεν εστάθησαν, αλλ' έφευγον με την ιδίαν αταξίαν, ο αρχηγός του ιππικού ηναγκάσθη να συνακολουθήση εις την φυγήν, αφήσας όλας τας σκηνάς και πολλάς αποσκευάς του ιππικού.
Αλλ' ως προς τα θρησκευτικά, αν έγραψα κατά σου, έγραψα εκ πεποιθήσεως. Ο Πλήθων εσίγα. — Και πάλιν δεν περιήλθον εις την υπερβολήν, εις ην έφθασαν άλλοι. Δεν δύναμαι να παραδεχθώ ότι είσαι άθεος, ω Πλήθων, και ότι επιθυμείς να διαδώσης εις το έθνος τούτο δόγματα ολέθρια και άκαιρα όλως. Λέγω μόνον ότι είσαι ισχυρογνώμων.
Εις τούτους δε η Φερετίμη επέτρεψε την πόλιν. Οι Πέρσαι αναχώρησαν, αφού εξηνδραπόδισαν τους άλλους Βαρκαίους. Όταν δε έφθασαν πλησίον της Κυρήνης, οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης, εκπληρούντες τας διαταγάς χρησμού τινος, τοις επέτρεψαν να διέλθωσι δι' αυτών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν